Νόημα: Το Ανακαλύπτουμε ή το Δημιουργούμε

Το νόημα είναι κάτι που ανακαλύπτουμε ή που δημιουργούμε?


Το νόημα των πραγμάτων, του κόσμου, της ζωής, είναι κάτι που προϋπαρχει ή μήπως είναι μια δική μας εφεύρεση?


Η σοφία—η αλήθεια—είναι «αντικειμενική» ή «υποκειμενική»?


Το νόημα πάντα απαιτεί έναν νου, δηλαδή έναν παρατηρητή που να μπορεί να αντιλαμβάνεται. Η ίδια η λέξη «νόημα» προέρχεται από το «νοῦς», που πρωτοεμφανίζεται στον Όμηρο ως «νόος» και υποδήλωνε αυτό που αντιλαμβάνεται, αυτό που προσέχει, αυτό που σκέφτεται. Κάτι αντίστοιχο συναντάμε και στον αγγλικό όρο «wisdom», που προέρχεται απο την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd-, που σημαίνει «βλέπω».


Δεν υφίσταται, λοιπόν, νόημα χωρίς έναν νου, χωρίς μια συνείδηση, χωρίς έναν παρατηρητή. Και, ταυτόχρονα δεν υφίσταται νόημα χωρίς να υπάρχει κάτι άλλο που να βλέπει αυτός ο νους. Το νόημα είναι αποτέλεσμα της συνάντησης νου και κόσμου… άρα είναι κάτι εγγενώς σχεσιακό.


Ίσως να είναι δύσκολο να συλλάβουμε την έννοια σχεσιακότητα, επειδή αυτό απαιτεί μια θεμελιώδη αλλαγή στο πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και τον εαυτό μας…


Ότι το νόημα είναι σχεσιακό πάει να πει πως ούτε είναι κάτι που ανακαλύπτουμε (που θα σήμαινε πως το νόημα απλά υπάρχει από μόνο του «εκεί έξω») ούτε κάτι που δημιουργούμε (που θα σήμαινε πως το νόημα είναι εξολοκλήρου μια εφεύρεση του νου). Ούτε είναι καθαρά αντικειμενικό, ούτε καθαρά υποκειμενικό. Το νόημα κατοικεί στην σχέση του κόσμου και του παρατηρητή… στο «μεταξύ».


Έτσι, λοιπόν, το νόημα εξαρτάται και απο τον κόσμο και τον παρατηρητή. Ένας κόσμος χωρίς έναν παρατηρητή να τον παρατηρήσει δεν θα μπορούσε να έχει νόημα. Αντιστοίχα, ένας παρατηρητής από μόνος του, χωρίς κάτι που να μπορεί να παρατηρήσει… χωρίς, δηλαδή, να συνδέεται με κάτι «άλλο», κάτι εκτός του ελέγχου του… δεν θα μπορούσε να παράξει νόημα.


Όμως ταυτόχρονα, ο παρατηρητής είναι και ο ίδιος μέρος του κόσμου (όπως είχε πει ο Χάιντεγκερ: «Εγώ είμαι το ον του οποίου η υπαρξη τίθεται υπό διερώτηση»). Δεν είναι δυνατόν να χωρίσεις τον εαυτό σου από τον κόσμο του οποίου το νόημα αναζητείς. Επομένως, η ίδια διαδικασία που πρέπει να λάβει χώρα μεταξύ του παρατηρητή και του εξωτερικού κόσμου, πρέπει να λάβει χώρα και μεταξύ του παρατηρητή και του εαυτού του.


Αυτό πάει να πει πως το νόημα απαιτεί όχι μόνο μια συνείδηση, αλλά μια συνείδηση που συνειδητοποιεί τον εαυτό της. Που μπορεί, δηλαδή, να παρατηρήσει τον ίδιο της τον εαυτό ως κάτι «άλλο» (ως κάτι που έχει απέναντί της και κοιτάζει). Μια συνείδηση που έχει σχέση «εγώ-εσύ» με τον κόσμο και, συνάμα, σχέση «εγώ-εσύ» με τον εαυτό της. Απαιτεί, δηλαδή, αυτοσυνειδητότητα: όχι μόνο συνείδηση, αλλά και σκέψη. Χωρίς μια συνείδηση που συνειδητοποιεί τον εαυτό της, δεν μπορεί να υπάρξει σοφία.


Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος: «Ο λόγος του φυσικού φιλοσόφου Στράτωνα αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει καθόλου αίσθηση χωρίς νόηση: διότι συχνά, γράμματα που περνούν μπροστά από την όρασή μας ή λόγια που φτάνουν στα αυτιά μας ξεφεύγουν από την προσοχή μας και μας διαφεύγουν, όταν ο νους μας είναι στραμμένος αλλού. Έπειτα, αν ο νους επανέλθει, ανακαλεί, διατρέχει και παρατηρεί κάθε τι που είχε παραβλέψει. Εξ’ου και η ρύση: «νοῦς ὁρῇ καὶ νοῦς ἀκούει, τἄλλα κωφὰ καὶ τυφλά», για να δείξει ότι η λειτουργία των ματιών και των αυτιών, αν δεν παρίσταται η νόηση, δεν παράγουν καμία αίσθηση.»


Τέλος, αφού το νόημα απορρέει και από τον κόσμο και από εσένα, και αφού και ο κόσμος και εσύ βρίσκεστε σε μια μόνιμη διαδικασία αλλαγής, ανάπτυξης, εξέλιξης… αφού και τα δυο αυτά δεν κάτι στατικό, αλλά είναι διαδικασίες… το νόημα είναι και αυτό κάτι που δεν μπορεί να είναι στατικό… είναι κάτι που πρέπει να αλλάζει… να εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου.


Το νόημα είναι και αυτό μια διαδικασία, κάτι ζωντανό… κάτι που διαρκώς ξεδιπλώνεται.


Και αυτό κάνει τον κόσμο άπειρα ενδιαφέρον για οποιονδήποτε έχει την όρεξη να τον εξερευνήσει.

Περί Αλήθειας

Όταν ζούμε σε έναν θεμελιωδώς άγνωστο κόσμο, έναν κόσμο που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να συλλάβουμε πλήρως μέσω της σκέψης, και άρα δεν θα μπορέσουμε ποτέ να προβλέψουμε με ακρίβεια… η «αληθεια» δεν μπορεί παρά να είναι κάτι που προκύπτει μέσα από τος σχέσεις μας με τους άλλου. Δηλαδή η αλήθεια είναι σχεσιακή.


Σαν να βρισκόμαστε σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο ωκεανό, και να φτιάχνουμε συνεργατικά σταθερές βάρκες για να τον πλοηγήσουμε. Ο τρόπος που τον πλοηγούμε είναι καθαρά σχεσιακός. Είναι η γλώσσα. Αυτές οι βάρκες, αυτές οι σχεδίες—αυτές οι σταθερές επιφάνειες πάνω στους κυματισμούς του ωκεανού—που μας ενώνουν και μας επιτρέπουν να ενώσουμε τις δυνάμεις μας, είναι οι έννοιες. 


Για να ενώσουμε τις δυνάμεις μας, πρέπει κάπως να συνδεθούμε, πρέπει να βρούμε κάτι μη μεταβαλλόμενο, κάτι «αντικειμενικό». Κάτι που να μας επιτρέπει να φύγουμε από την αμεσότητα της εμπειρίας που συνεχώς αλλάζει. Για να συγχρονιστούμε πρέπει να δημιουργήσουμε κάτι στατικό μέσα στο χρόνο, ένα χρονικό διάστημα όπου η πραγματικότητα την οποία πλοηγούμε παραμένει σταθερή. Πρέπει, δηλαδή, να δεχτούμε μια κοινή στατική αναπαράσταση της πραγματικότητας. Να συμφωνήσουμε πώς είναι η πραγματικότητα:  ότι παραμένει σταθερή και έχει την τάδε δομή. Να συμφωνήσουμε σε μια ερμηνεία, δηλαδή σε ένα κάλεσμα να αλληλεπιδράσουμε με συγκεκριμένους τρόπους μαζί της. Αυτό θα μας επιτρέψει να βγούμε από την διαρκώς μεταβαλλόμενη στιγμή και να δημιουργήσουμε ένα χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο μπορούμε να συντονίσουμε τις πράξεις μας.


Έτσι, λοιπόν, δεν θα μπορούσε να υπάρχει «απόλυτη αληθεια» αν ήσουν μόνος σου… Αν πχ ήσουν ο μόνος νους, δεν θα είχες είχες την ανάγκη να δημιουργήσεις αφηρημένες ιδέες. Απλά θα κολυμπούσες στον ωκεανό προσαρμόζοντας διαρκώς το σώμα σου (δηλαδή τη συμπεριφορά σου), θα ήσουν απλά σε ένα μόνιμο φλόου: κάθε τί θα ήταν κάτι το διαφορετικό, άρα ποτέ δεν θα μπορούσες να δημιουργήσεις «πράματα», εργαλεία, πχ «ένα ποτήρι» (αν και, αν συναντούσες μια σπασμένη καρύδα, ίσως και να μπορούσες να την χρησιμοποιήσεις για να βάλεις μέσα της νερό… κάτι τέτοιο ίσως θα ήταν έναν βήμα από την απόλυτη «ζωώδη» αμεσότητα και αλλαγή της ύπαρξης στην σκέψη… αλλά σίγουρα δεν θα έφτανε μέχρι την αφηρημένη σκέψη). Άρα, λοιπόν, η αληθεια (δηλαδή αυτό που μπορεί να περιγραφεί με λόγια) είναι σχεσιακή. Είναι κάτι που μπορούμε να βάλουμε σε λόγο, πάνω—δια μέσω—του οποίου μπορούμε να συντονίσουμε τις ενέργειές μας (που σημαίνει σωματικές αλλά και πνευματικές πράξεις… οι πρώτες μάλλον προϋποθέτουν της δεύτερες).


Θα μπορούσε κανείς να αντιπαραβάλλει τον χορό ως μια εναλλακτική μορφή συντονισμού. Ο χορός καθαυτός φαίνεται να μην έχει συγκεκριμένο «σκοπό». Αλλά, άραγε, υπάρχει κάποιο άλλο ζώο που να χορεύει μόνο του? Ένα ζώο μπορεί να παίζει, όπως μια γάτα που επιτίθεται στα έντομα, ή ένα χελιδόνι που χαίρεται να πετάει την αυγή, ή απλά ο σκύλος που τεντώνεται… Όμως αυτό δεν είναι «χορός» αλλά μια απολύτως ελεύθερη έκφραση: μια άμεση ικανοποίηση των φυσικών αναγκών χωρίς αυτοσυνείδηση, χωρίς πουθενά την σκέψη «πώς αυτό φαίνεται από έξω», αλλά μόνο με την αίσθηση του πως συμβαδίζει με τον κινούμενο κόσμο της εμπειρίας (εκεί η νοημοσύνη μπορεί να είναι καθαρά σωματική, όπως είναι ένα είδος νοημοσύνης, ένα είδος γνώσης, το να ξέρεις πως να κάνεις ποδήλατο).


Όσο πιο μακριά, μάλιστα, από την διαρκή μοναδικότητα της φύση η οποία απαιτεί να προσαρμοστούμε πάνω της, τόσο πιο «κανονικά» τα κινητικά πρότυπα (πχ οι κινήσεις ενός δρομέα που τρέψει σε ταρτάν, ή ενός ενοργανίστα που κάνει συγκεκριμένες ακροβατικές κινήσεις στο ταταμι). Αλλά ακόμα και εκεί υπάρχουν μικροδιορθώσεις, μπαίνει η τύχη το άγνωστο, η αλλαγή, το τώρα. Μια ιδέα είναι ακίνητη. Είναι αποκομμένη από την αλληλεπίδραση με την ρευστότητα του φυσικού κόσμου.


Ίσως θα μπορούσε κανείς να πει ότι υπάρχουν «σταθερά» πράγματα και χωρίς τη γλώσσα: τα κινητικά πρότυπα, οι κινητικές συνήθειες. Όσο πιο μακριά, μάλιστα, από την διαρκή μοναδικότητα της φύση η οποία απαιτεί να προσαρμοστούμε πάνω της, τόσο πιο «κανονικά» τα κινητικά πρότυπα (πχ οι κινήσεις ενός δρομέα που τρέψει σε ταρτάν, ή ενός ενοργανίστα που κάνει συγκεκριμένες ακροβατικές κινήσεις στο ταταμι). Αλλά ακόμα και στα πιο σταθερά κινητικά πρότυπα υπάρχουν μικροδιορθώσεις, μπαίνει η τύχη το άγνωστο, η αλλαγή, το τώρα. Δεν έχουν την απόλυτη σταθερότητα (απόλυτη ομοιότητα-με-τον-εαυτό-τους), την ακαμψία, των εννοιών (όπως έχει, πχ, η έννοια «90 μοίρες»). Μια ιδέα είναι απολύτως ακίνητη, αποκομμένη από την αλληλεπίδραση με την ρευστότητα του φυσικού κόσμου, ενώ τα κινητικά πρότυπα εξακολουθούν να είναι αμέσως γειωμένα στον μεταβαλλόμενο και πάντα sui generis κόσμο της εμπειρίας (όπου κάθε στιγμή είναι μοναδική), και στο ίδιο το σώμα (το οποίο εξαρτάται από θεμελιωδώς χαοτικές φυσικές διαδικασίες σε επίπεδο συστημικής, κυτταρικής και μοριακής μέχρι και υποατομικής φυσικής… όπως και σε επίπεδο ηλεκτρομαγνητικού πεδίου, που είναι το ίδιο πράγμα είδωμενο από διαφορετική οπτική γωνία… δηλαδή μια μόνιμη μεταβολή με διαφορετικές «δίνες» και «ρεύματα»). Από την άλλη, οι αφηρημένες έννοιες αναφέρονται μεν στον κόσμο της εμπειρίας, αλλά είναι αποσυνδεδεμένες απο αυτόν, έχουν μια δική τους «ελευθερία» (ή, καλύτερα, ανεξαρτησία… επειδή, υπό μια έννοια, η ελευθερία προϋποθέτει και μια κινητήρια δύναμη, προϋποθέτει agency, προσωπικές προτιμήσεις).


Επομένως η προσωπική κινητική νοημοσύνη, το είδος γνώσης—το είδος σοφίας—που την χαρακτηρίζει δεν είναι γλώσσα, δεν είναι ανίκητο, δεν έχει κάτι το απόλυτο… και δεν είναι επιστήμη, δηλαδή δεν είναι κάτι που μπορούμε να σταθούμε απέξω του και να το παρατηρήσουμε [επιστημη: επί- + ἵσταμαι, δηλαδή στέκομαι από πάνω ώστε να μπορώ να παρατηρήσω]. Αν και μπορούμε να κάνουμε νοερή απεικόνιση (ένας ενοργανίστας μπορεί να κάνει νοερή απεικόνιση των κινητικών του προτύπων), αυτή είναι μια ικανότητα κάτι που έχουμε κερδίσει αφού έχουμε ήδη αποκτήσει αυτοσυνειδητοτητα μέσω της σκέψης, της γλώσσας.


Στον χορό μπορούμε να δούμε ένα εύρος από την πολύ συγκεκριμένη στην πολύ αφηρημένη κίνηση, όπως μπορούμε να δούμε και στο ρυθμό της μουσικής: από τελείως τετράγωνο ρυθμό (πχ αφρικανικά τύμπανα) σε λίγο πιο καμπυλωτό (πχ σουίνγκ), σε πιο πολύπλοκο (με μεγαλύτερες φράσεις, όπως πχ τους βραζιλιάνικους ρυθμούς), στα κρουστά της ινδίας (όπου το τέμπο αυξομειώνεται αυτοσχεδιαστικά… η διαρκής αυξομείωση του τέμπο αποτελεί στοιχείο της έκφρασης, και ο εκτελεστής δεν είναι δεμένος σε ένα σταθερό τέμπο, αλλά παίζει με αυτο), και στην κορύφωση της κλασσικής μουσικής (όπου η μορφή του τέμπο είναι συγκεκριμένη [πχ 3/4], αλλά η ταχύτητά του είναι εντελώς αφηρημένη, βγαίνει κατευθείαν από την ελεύθερη έκφραση του ερμηνευτή ή του μαέστρου). Έτσι και στο χορό: υπάρχουν χοροί με πιο συγκεκριμένο και πιο αφηρημένο «κινητικό λεξιλόγιο». Για παράδειγμα οι Ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί είναι εξαιρετικα συγκεκριμένοι, το βαλς λίγο πιο αυτοσχεδιαστικό (αλλά ακόμα με πολύ συγκεκριμένο και περιορισμένο κινητικό λεξιλόγιο), η σάλσα λίγο πιο αυτοσχεδιαστική, κοκ, μέχρι να φτάσουμε σε κάτι σαν τον αυτοσχεδιαστικό σύγχρονο χορό (που είναι πιο κοντά στην ελεύθερη έκφραση—το παιχνίδι—των ζώων). Όσο πιο συγκεκριμένο το κινητικό λεξιλόγιο, τόσο πιο περιορισμένος ο χώρος του αυτοσχεδιασμού, άρα και πιο συγκεκριμένος ο χώρος της συνεργασίας.


Ακόμα και ο ατομικός χορός έχει κάτι διαφορετικό από την ελεύθερη έκφραση των ζώων: βρίσκεται σε κάποια πλαίσια, έχει κάποιο νόημα, έχει κάποια στοιχεία επικοινωνίας (η εξωτερική εικόνα του εαυτού, άρα η αυτοσυνειδητοτητα, παιζει παίζει κάποιον ρόλο… συμμετέχει… είναι παρούσα). Και αφού έχει κάποιο νόημα, θα πει ότι με κάποιον ακόμα και πολύ αφηρημένο τρόπο, δημιουργεί κάτι σταθερό για την πλοήγηση του ωκεανού τις διαρκούς αλλαγής. Και σε αυτό ο χορός μοιάζει με τη μουσική: και η μουσική έχει κάποιον συμβολισμό, κάποιου είδους ιδέες να επικοινωνήσει (αντίστοιχα, δεν θα μπορούσε να υπάρχει κάποιο καθαρά μη-κοινωνικό οδικό πτηνό, που δεν τραγουδάει για να επικοινωνήσει με κάποιου είδους τρόπο: αφού το ίδιο αισθάνεται άμεσα το πώς αισθάνεσαι, δεν υπήρχε λόγος να εκφράσει εξωτερικά το πώς αισθάνεται αν δεν έπαιζε κάποιο ρόλο η επικοινωνία). Είναι εμφανές πως μια σύνθεση έχει κάτι σταθερό στο χρόνο. Αλλά ακόμα και ένας μουσικός αυτοσχεδιασμός κρύβει ένα φρασεολόγιο… κάποιες συγκεκριμένες τάσεις του ερμηνευτή και κάποιες επιρροές του κοινωνικού του περιβάλλοντος (γιαυτο και μουσικές από διαφορετικά μέρη του κόσμου έχουν και ξεχωριστούς «χαρακτήρες»). Αλλά και πέρα αυτό το φρασεολόγιο, η μουσική περιέχει κάτι επιπλέον: μια εγγενή αρμονία, ένα ατόφιο a priori, την αίσθηση της συμφωνίας και της παραφωνίας (ένα μουσικό όργανο, για παράδειγμα, μπορεί να είναι καλά κουρδισμένο ή να είναι ξεκούρδιστο). Η μουσική περιέχει ενός είδους ακαταμάχητης «αντικειμενικής αλήθειας» για τον άνθρωπο, αντίστοιχης με την ακαταμάχητη αληθεια των μαθηματικών. Και αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο αφού, όπως ανακάλυψε και ο Πυθαγόρας, οι μουσικοί τόνοι και οι σχέσεις τους μπορούν να περιγραφούν μαθηματικά (δηλαδή μέσω του λόγου).


Αυτή η «αντικειμενική αληθεια» της μουσικής και των μαθηματικών είναι μια αλήθεια δομής και όχι περιεχομένου: η αντικειμενική αληθεια της μουσικής έγκειται στην αίσθηση της συμφωνίας και της διαφωνίας (η οποία σχετίζεται με τις μαθηματικές αναλογίες, και αυτό είναι που ανακάλυψε ο Πυθαγόρας) και όχι με το συγκεκριμένο περιοριεχόμενο της μουσικής (όπως αυτή εμφανίζεται στον κόσμο της εμπειρίας… πχ με την μελωδία ενός συγκεκριμένου μουσικού κομματιού που μπορούμε να ακούσουμε), και η αντικειμενική αλήθεια των μαθηματικών έγκειται στην ταυτότητα μιας εξίσωσης και όχι στους συγκεκριμένους αριθμούς που θα βάλουμε στις μεταβλητές της.


Αυτή, λοιπόν, η αλήθεια στη μουσική και τα μαθηματικά είναι και αυτή μια σταθερή δομή. Αλλά φαίνεται να είναι κάτι διαφορετικό από τις έννοιες: η δομική στατική αληθεια των μαθηματικών είναι ένας χώρος που μας δίνεται (και μας προσφέρεται να εξερευνήσουμε), ενώ η στατική αληθεια των εννοιών είναι κάτι στο οποίο συμμετέχουμε προσωπικά, κάτι που δημιουργούμε από κοινού. Αντίθετα από την αλήθεια των μαθηματικών, η στατική αλήθεια των εννοιών είναι κάτι που αν επιθυμούμε (και, ίσως, στο βαθμό που μπορέσουμε να βρούμε την ελευθερία) μπορούμε να αλλάξουμε. Επισης μπορούμε να πούμε πως η αλήθεια των εννοιών είναι κάτι που ιστορικά (στην ιστορία του ανθρώπινου είδους, αλλά και στην πορεία ανάπτυξης του ατόμου) αλλάζει… εξελίσσεται… αναπτύσσεται. Αυτό πάει να πει ότι οι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να συντονιστούμε αλλάζουν, εξελίσσονται, διευρύνονται. Και ίσως να αλλάζουν με εξαρτημένο τρόπο… Ίσως, δηλαδή, να υπάρχουν θέσεις ισορροπίας και ανισορροπίας μεταξύ των διαφορετικών ιδεών, των διαφορετικών τρόπων να κατηγοριοποιήσεις (και, άρα, να συλλάβεις λογικά) τον κόσμο… Δηλαδή, ίσως υπάρχουν πιο σταθερά και πιο ασταθή συστήματα κοσμοθεώρησης (και, άρα, συστήματα συλλογικής συμπεριφοράς). Υπό αυτό το ευρύτερο πρίσμα, ο χώρος των ιδεών μπορεί να έχει και αυτός κάποια εγγενή (δηλαδή a priori) δομή. Μπορεί να έχει και αυτός αρμονίες και δυσαρμονίες—θέσεις-σχέσεις συντονισμού (δηλαδή harmonics)—όπως έχει και ο χώρος της μουσικής. Εδώ, αντί για σχέσεις μεταξύ αρμονικών συχνοτήτων που προκαλούνται από την κίνηση διαφορετικών υλικών και σχημάτων (πχ σχέσεις μεταξύ παλλόμενων χορδών), έχουμε σχέσεις συντονισμού—αρμονίας ή δυσαρμονίας—μεταξύ ανθρωπίνων συμπεριφορών. Έχει, μάλιστα, ενδιαφέρον που στην επικοινωνία χρησιμοποιούμε μεταφορές από αυτούς τους δυο κόσμους—τον κόσμο της ύλης («συντονισμός», από το «τείνω»/«τάση»), της μουσικής («συμφωνία» και «διαφωνία»)—για να περιγράψουμε την ανθρώπινη συνεργασία.


Κατά μια έννοια, λοιπόν, ίσως η ιδέα της απόλυτης και πλήρους αλήθειας να είναι η ελπίδα της παγκόσμιας ειρήνης… η ελπίδα ότι κάπου στη δομή της σκέψης, υπάρχει μια αρμονική κοσμοθεωρία… οτι δηλαδή μπορεί να υπάρχει κάποια ιδεολογία, κάποιο θρησκευτικό συστήμα, έναν γενικός και πλήρης τρόπος περιγραφής και κατανόησης της πραγματικότητας (στη μορφή της και όχι στο συγκεκριμένο της περιεχόμενο), που να αντιστοιχεί στην εναρμόνιση των ανθρώπων μεταξύ τους και μέσα τους (αφού η εναρμόνιση των ανθρώπων μεταξύ τους προϋποθέτει και προϋποτίθεται από την εσωτερική τους εναρμόνιση).


Αντιστοίχως, κάθε είδους διαμάχη για το ποια είναι η «αληθεια»—η αλήθεια γενικά και όχι μόνο ποιο είναι το «σωστό» σε μια δεδομένη στιγμή—αποτελεί διαμάχη για την σχέση συνεργασίας. Ίσως το συγκεκριμένο περιεχόμενο των προτάσεων να αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες πράξεις, αλλά η «απόλυτη αλήθεια» (δηλαδή αυτή σε επίπεδο δομής και όχι περιεχομένου) να αντιστοιχεί σε μορφές συσχετισμού.


Αυτή η ελπίδα της απόλυτης εναρμόνισης κρύβει και έναν βασικό κίνδυνο: την λογική της «απόλυτης αλήθειας». Αν αυτή η αληθεια είναι κάτι συγκεκριμένο και απόλυτα σταθερό, κάτι που δεν αλλάζει στην πάροδο του χρόνου, τότε δεν μπορεί να είναι προσαρμόσιμη στην άπειρα ποικιλόμορφη πραγματικότητα των φαινομένων. Αντιθέτως, αποτελεί την συμφωνία ενός συγκεκριμένου αριθμού ανθρώπων οι οποίοι, για να συντονίσουν τος πράξεις τους (όπως συμβαίνει και στους διαφορετικούς χορούς) συμφωνούν να περιορίσουν, συνάμα, το εύρος της ελευθερίας τους. Και όσο περισσότεροι είναι αυτοί οι άνθρωποι, τόσο περιοριστική θα είναι η αλήθεια… επειδή τόσο περισσότερο θα έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα που διαρκως αλλάζει (σαν μια μεγάλη άκαμπτη πλατφόρμα στην επιφάνεια του ωκεανού), και άρα τόσο λιγότερο θα συνάδει με την εσωτερική πραγματικότητα του κάθε ατόμου (η οποία είναι επίσης διαρκώς μεταβαλλόμενη), και τόσο λιγότερο θα καλύπτει τις ανάγκες που βγαίνουν από μέσα του (τόσο λιγότερο θα μοιάζει με την φυσική έκφραση του ζώου που παίζει, και τεντώνεται, και ρεμβάζει, και κάθε στιγμή παραδίδεται φυσικά σε αυτό που ζητάει να εκφραστεί από μέσα του).


Κάθε αποδοχή μιας συγκεκριμένα δομημένης πραγματικότητα αποτελεί ταυτόχρονα και έναν περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας, αλλά και μια δομή μέσα από την οποία η ελευθερία μπορεί να υλοποιηθεί στον κόσμο (να γίνει actual… δηλαδή να πραγματο-ποιηθεί). Χωρίς δομή ίσως δεν υπάρχει αυτοσυνείδηση… δεν υπάρχει τρόπος να “επίστασαι”… να παρακολουθήσεις κάτι για να το συλλάβεις (που, ισως, προϋποθέτει αυτό το κάτι να είναι σταθερό). Και, όπως και με το χορό, όσο πιο περιορισμένη είναι η δομή αυτή (όσο πιο περιορισμένο το κινητικό φρασεολόγιο), τόσο περισσότερη εκρηκτική ενέργεια μπορεί να διοχετευτεί από μέσα της… τόσο πιο ακριβής και εκρηκτικός—«αυστηρός»—ο συντονισμός.


Από την άλλη, αφού κάθε «συγκεκριμένη αληθεια» αποτελεί την συμφωνία ενός συγκεκριμένου αριθμού ατόμων, αντιπροσωπεύει τα συμφεροντα της ομάδας τους. Αυτός ο συντονισμός, αυτή η ομαδική αλήθεια, αφού αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα μιας ομάδας, επιδιώκει να επιβληθεί στο διαφορετικό όταν το συναντάει (είτε εντός είτε εκτός της ομάδας). Η «απόλυτη αληθεια» (ειδικά όταν αναφέρεται σε συγκεκριμένο και όχι μορφολογικό περιεχόμενο… πχ «ο θεός είπε ότι το τάδε επιτρέπεται και το τάδε απαγορεύεται»), ως κάτι σχεσιακό (που υπάρχει μεταξύ των σχέσεων), έχει το στοιχείο της συμμόρφωσης, της επιβολής. Τελικά στην αλήθεια η δράση είναι αυτό που έχει σημασία… και κατά πόσον η δική σου δράση είναι συμβατή με τη δική μου.


Όχι! Αν υπάρχει γενική αλήθεια, αυτή η αλήθεια πρέπει να είναι μια δομή που να μπορεί να περιέχει όλες τις υπαρκτές κοσμοαντιλήψεις και να ανοίγει διαδρόμους μεταξύ τους (να μπορείς να πας από τη μια στην άλλη… να μπορείς να δεις την πορεία που τις συνδέει… να μπορείς να διακρίνεις πώς από την μια κοσμοαντίληψη μπορείς να φτάσεις στην άλλη). Σε αυτή την περίπτωση, αυτόν που διαφωνεί (όσο πολύ και να διαφωνεί) πρέπει να τον καταλάβεις (να δεις τον κόσμο από τα μάτια του, και να δεις και πως θα μπορούσες κανείς να καταλήξει να βλέπει τον κόσμο με αυτό τον τρόπο… και, ταυτόχρονα, να δεις και την θέα της δίκης σου κοσμοθεώρησης από την δική του διαφορετική οπτική γωνία) και όχι απλά να τον εξαφανίσεις.


Γι’αυτό η «τελική αληθεια» θα πρέπει να μπορεί να περιέχει όλες τις διαφορετικές οπτικές γωνίες (συμπεριλαμβανομένου και του πώς άλλαξαν και εξελίχθηκαν οι οπτικές γωνιές στην πάροδο του χρόνου και της ιστορίας). Η αληθεια πρέπει να έχει μια αναπτυξιακή δυναμική και μια γενεαλογική συνέχεια. Επομένως, σαν ένα δέντρο, κάθε επίπεδο της αλήθειας μπορεί να περιέχει διαφορετικά κλαδιά—διαφορετικές νησίδες—αλήθειας (οι οποίες μπορεί εκ πρώτης όψεως να μην συνδέονται άμεσα)… πρέπει να έχει δυναμικότητα, ζωή, να μην είναι απλά στατική. Πρέπει δηλαδή, να είναι τετραδιάστατη: να απεικονίζει και την αλλαγή στον χρόνο—στην ιστορία της ατομικής και συλλογικής συνείδησης. Αν, και στο βαθμό που, η συνείδηση συνδέεται—και πώς θα μπορούσε να μην συνδεεται!—τότε και η αληθεια συνδέεται.

Ο Χορός της Ύπαρξης

Η αμεσότητα, το να ταυτιστείς με την στιγμή, έχει μια σαγήνη… μια ελκτική δύναμη… θέλει να σε ρουφήξει… να επιστρέψεις στο ζωώδες, το άμεσο, το αυτόματο, αυτό που ρέει μόνο του, του οποίου εισαι απλά θεατής, που απλά αφήνεσαι… ό,τι και αν συμβεί… Αλλά αυτό έχει μια αυτοκαταστροφικά εθιστική χροιά… σαν μια φλόγα που γίνεται φωτιά και σε κατασπαράζει… σε οδηγεί αποκλειστικά αυτό… χάνεσαι μέσα του…


Υπάρχει από την άλλη μια πάλη να μείνεις ξύπνιος… να μείνεις ενσυνείδητος… να μπορέσεις να γραπώσεις την στιγμή, να την μετουσιώσεις σε λόγο, σε νόημα… να μπορέσεις να αλληλεπιδράσεις μαζί της, και να την επικοινωνήσεις (σε άλλους αλλά και στον ίδιο σου τον εαυτό… να τη συλλάβεις)… Αυτό σε αποκόβει από την στιγμή, σε κάνει να την παρατηρείς, να την εξετάζεις, να την αντιλαμβάνεσαι ως κάτι διαφορετικό από εσένα…


Η λυση πρέπει να είναι μια σύνθεση των δυο… Δεν μπορείς… δεν πρέπει… ούτε να χαθείς στη στιγμή, αλλά ούτε και να χαθείς στο λόγο… ούτε να χάσεις τον εαυτό σου, ούτε να αποκλειστείς στον εαυτό σου… Πρέπει να βρεις τον τρόπο να ακροβατήσεις μεταξύ των δυο… να τα πλέξεις… να διευρύνεις ολοένα το πλαίσιο που περιέχει και τα δυο…


Εξάλλου η στιγμή είναι πάντα εκεί. Και εκεί θα επιστρέψεις. Το τώρα είναι πάντα εδώ. Αλλά τώρα… αυτη τη στιγμή… υπάρχει και κάτι άλλο: υπάρχει η αυτοσυνείδηση… αυτό που μπορεί να καταγράψει… να αποτυπώσει… να σκαλίσει… να δημιουργήσει… να επικοινωνήσει. Ναι! Να επικοινωνήσει… αυτό είναι! Αυτό είναι το επιπλέον της στιγμής (αυτό που είναι παραπάνω από την απλή αμεσότητα της στιγμής)… Να επικοινωνήσει μέσω τέχνης, μέσω γνώσεων, μέσω συμπεριφοράς… Να αφυπνίσει… Να αυξήσει την αυτοσυνειδητότητα στον κόσμο… (δηλαδή να αυξήσει τον εαυτό του)… Να αποτελέσει το μέσο… τον δίαυλο μεταξύ του είναι, της ύπαρξης… και της αυτοσυνείδησης, του λόγου…


Άρα, για να ακροβατήσει μεταξύ των δυο… μεταξύ της αμεσότητας και της μονιμότητας… πρέπει να επικοινωνήσει… Δηλαδή να βρει τρόπους να δημιουργήσει… Να σερφάρει πάνω στη στιγμή, αντί να χαθεί μέσα της ή να βγει έξω της. Και να το κανει για να επικοινωνήσει… για να αφυπνίσει… για να αλλάξει τον κόσμο!


Βρες τη δύναμη να αλλάξεις τον κόσμο!!!


Ό,τι και αν πρέπει, ό,τι και αν χρειαστεί να κάνεις… βρες τη δύναμη να αλλάξεις τον κόσμο!


Δηλαδή να επιδράσεις πάνω του… να μην είσαι κλεισμένος στον εαυτό σου… να μην αυτοϊκανοποιείσαι με το να ασχολείσαι μόνο με τον εαυτό σου… Βρες το θάρρος… τη δύναμη… να γίνεις ένα με τον κόσμο και όχι μόνο με τον εαυτό σου…


Και για να το κάνεις αυτό, δεν μπορείς να το κάνεις μονομερώς… ούτε να χαθείς στον κοσμο (στη στιγμή του), ούτε να χαθείς στον εαυτό σου (στη θέλησή σου)… Η αφύπνιση είναι να ισορροπήσεις, να σερφάρεις, να χορέψεις, να ακροβατήσεις τον χώρο μεταξύ. Να βρεις τον τρόπο, τη δύναμη, το θάρρος, να κρατήσεις και τα δυο μέσα σου. Συνάμα και να αντισταθείς, και να αφεθείς… Ούτε επιστροφή στην παιδικότητα, στο ζωώδες, στο άμεσο—στη μήτρα!—… ούτε επιστροφή—κλείσιμο—στο Εγώ… Ανοιχτή και εστιασμένη συνειδητότητα… κάτι που περιέχει και τα δυο, αλλά δεν χάνεται σε κανένα… κάτι ευρύτερο… Κάτι που ενώνει το είναι και τη ζωή… Που ενώνει από τη μια το ον, το υπάρχειν, την αυτοσυνείδηση… και από την άλλη τη ζωή, την ύλη, την δίνη της αιτιοκρατιας, τη βία, την πραγματικότητα, τον χορό των αισθήσεων, τον έρωτα…


Γι’αυτό πιες τον καφέ, βάλε το αρωματικό στικ, φόρα το μενταγιόν, κράτα κοντά σου τον κρύσταλλο, κανε το διαλογισμό, άκου τη μουσική, κάνε τη γιόγκα, τη γυμναστική, διάβασε, χόρεψε, ξενύχτησε… κάνε ό,τι χρειαστεί για να βρεις τη δύναμη να μην χαθείς ούτε στη φλόγα της στιγμής (την απόλαυση, και την μεμψιμοιρία, και την κατάρα, και τον τυφλό έρωτα), ούτε στο Εγώ (την ωμή και σκέτη δύναμη της αποκομμένης θέλησης… το κυνήγι της δύναμης ως αυτοσκοπό), αλλά να ακροβατήσεις… να είσαι ξύπνιος… αφυπνισμένος… Εσύ ως πνεύμα που επιδρά στον κοσμο για να τον αλλάξει… δηλαδή όχι για να κερδίσει ή να σωθεί, αλλά για να επικοινωνήσει και να αφυπνίσει… να δημιουργήσει!

«Είναι»

Προλογική σημείωση: Το παρακάτω κείμενο δεν πρέπει να διαβαστεί «λογικά». Δηλαδή δεν πρέπει να προσεγγιστεί σαν μια σειρά μαθηματικών εξισώσεων όπου η λογική επιδιώκει να κρίνει αν οι πράξεις είναι σωστές ή λανθασμένες. Το παρακάτω κείμενο ζητάει να διαβαστεί «υπαρξιακά». Ζητάει, δηλαδή, να μετασχηματιστεί σε εικόνες, σε συναισθήματα… ζητάει να φανταστείς τις καταστάσεις που περιγράφει, να τις δεις μέσα σου, να τους επιτρέψεις να σε περιτριγυρίσουν. Αναζήτησε, λοιπόν, τις περιγραφές του κειμένου στην προσωπική σου εμπειρία, στις αναμνήσεις σου, στις αισθήσεις σου… στον δυνητικό συνειδησιακό σου χώρο. Η δουλειά της λογικής είναι να έρθει εκ των υστέρων: όχι για να αποκαλύψει το νόημα που περιέχεται στις λέξεις, αλλά, αφού η ψυχή έχει ήδη βρει το νόημά τους, για να εξετάσει αν αυτό το νόημα παρουσιάζει λογική συνέπεια… αν το νόημα που έχει ανακαλύψει η φαντασία είναι, συνάμα, συμβατό με τη λογική.



1.


Αρχικά υπάρχει το «ον»: το «είναι»… η «υπαρξη»… η απόλυτα αφηρημένη υποκειμενικότητα… η απλή άμεση συνείδηση…


Φαντάσου μια συνειδησιακή κατάσταση όπου υπάρχει μόνο το τώρα: δεν υπάρχουν αναμνήσεις, παλιότερες ή πρόσφατες… δεν υπάρχουν γνώσεις, προτιμήσεις και προσδοκίες… Δεν ξέρεις πού είσαι, πόσων χρόνων είσαι, αν είσαι αγόρι ή κορίτσι… δεν ξέρεις καν ότι είσαι άνθρωπος! Για την ακρίβεια, δεν ξέρεις καν τί θα πει «αγόρι» ή «κορίτσι»… ούτε καν ξέρεις τί θα πει «άνθρωπος». Εν ολίγοις δεν υπάρχει καμία γνώση και καμία προκατάληψη… δεν υπάρχουν καν έννοιες… Υπάρχει μόνο η ροή των εικόνων, των χρωμάτων που σε περιβάλλουν, των σωματικών αισθήσεων (χωρίς την επίγνωση ότι πρόκειται για «σωματικές αισθήσεις», αφού δεν γνωρίζεις τί είναι το σώμα, ή ότι «έχεις σώμα»… οι αισθήσεις και τα συναισθήματα είναι σαν άγνωστα κύματα που διαπερνούν και κατακλύζουν την ύπαρξή σου… ίσως η συνειδησιακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα έμβρυο)… κάθε στιγμή, ό,τι περιλαμβάνει αυτή η στιγμή και μόνο, χωρίς ερμηνείες, είναι το μόνο που υπάρχει… το «όλον»… Αυτή είναι η απλή άμεση συνείδηση!


Ή, μάλλον, αυτά είναι τα περιεχόμενα της απλής άμεσης συνείδησης. Επειδή πίσω από αυτά υπάρχει ακόμα κάτιΚάτι που δεν είναι ακριβώς «κάτι»… δηλαδή κάτι που δεν είναι περιεχόμενο της συνείδησης… που δεν μπορείς να το δείξεις και να αναφωνήσεις «να, αυτό εδώ!». Πίσω από αυτά τα συνειδησιακά φαινόμενα υπάρχει το γεγονός της ίδια της συνείδησης.


Αν τα συνειδησιακά φαινόμενα ήταν οι εικόνες που βλέπουμε όταν παρακολουθούμε μια ταινία, τότε η συνείδηση θα ήταν η ίδια η οθόνη. Όπως όλες οι κινούμενες μορφές που βλέπουμε, οι οποίες απορροφούν όλη μας την προσοχή όταν παρακολουθούμε την ταινία, δεν είναι παρά αυξομειώσεις στα χρώματα και τις εντάσεις του φωτός στα διαφορετικά σημεία της οθόνης, έτσι και όλα τα περιεχόμενα της συνείδησης (τα χρώματα, οι ήχοι, οι σωματικές αισθήσεις, τα συναισθηματα, οι σκέψεις…) δεν είναι παρά τροποποιήσεις της συνείδησης. Η συνείδηση είναι η προϋπόθεση για την ύπαρξη οποιουδήποτε είδους φαινομένων: ένα άμορφο δυναμικό [*«δυναμικό» θα πει ότι βρίσκεται σε διαρκή κατάσταση αλλαγής] πεδίο το οποίο παρέχει την δυνατότητα στα συνειδησιακά φαινόμενα να εμφανιστούν. Τα συνειδησιακά φαινόμενα είναι διαφορετικές μορφοποιήσεις αυτού του πεδίου, και αυτό το συνειδησιακό πεδίο αποτελεί την υπόστασή τους: όπως η οθόνη—οι μικροσκοπικοί LCD κρύσταλλοι που αποτελούν τα πίξελς της—αποτελεί την πρώτη ύλη των μορφών που παρακολουθούμε όταν βλέπουμε την ταινία, έτσι και η συνείδηση αποτελεί την πρώτη ύλη των μορφών που βιώνουμε εν γένει.


Αυτή, λοιπόν, η απλή και άμεση συνείδηση υπάρχει πάντα, κάτω από όλες τις αισθήσεις, όλα τα συναισθηματα, όλες τις σκέψεις, όλες τις αντιλήψεις εν γένει. Ήταν εκεί όταν ήσουν τριών, ήταν εκεί όταν ήσουν δεκατεσσάρων, είναι εκεί τώρα… Είναι εκεί όταν παίζεις, όταν δουλεύεις και όταν βαριέσαι… όταν τσακώνεσαι και όταν ανταλλάζεις τρυφερότητα… όταν είσαι χαρούμενος, όταν πονάς και όταν υποκύπτεις σε κάποιον εθισμό… όταν είσαι παρών και όταν σε έχει ρουφήξει κάποιος αυτοματισμός… Ήταν εκεί στις στιγμές της ζωής σου που σήμερα έχεις ξεχάσει, όπως είναι εκεί όταν ονειρεύεσαι ακόμα και αν ξυπνώντας έχει σβηστεί κάθε ανάμνηση του ονείρου σου… Αυτό είναι το καθαρό «είναι». Όλα λαμβάνουν χώρα πάνω του, μέσα του, μέσα από αυτό, και ως διαμορφώσεις του.


Αυτό το δυναμικό πεδίο, αυτή την πρώτη ύλη των πάντων, αυτό το καθαρό πρωταρχικό είναι, ο Χέγκελ προσπάθησε να την περιγράψει με λόγια: «το απλό καθολικό μέσο», «η απλή ρευστή ουσία της καθαρής κίνησης εντός του εαυτού της», «η ρευστότητα της ανεξάρτητης αυτοϋπόστασης». Λόγια που δεν είναι εύκολο να γίνουν κατανοητά αν και διατείνονται πως αναφέρονται σε κάτι «απλό» (προς υπεράσπιση του φίλτατου Γκέοργκ, έχουν ήδη προηγηθεί 100 σελίδες πορείας μέσα από εξαιρετικά δύσβατα μονοπάτια για να δωθεί νόημα σε αυτές τις περιγραφές)!


Οι Ουπανισάδες χρησιμοποιούν πιο ποιητικό λόγο: «Όχι αυτό που το μάτι μπορεί να δει, αλλά αυτό διά του οποίου το μάτι μπορεί να δει… Όχι αυτό που το αφτί μπορεί να ακούσει, αλλά αυτό διά του οποίου το αφτί μπορεί να ακούσει… Όχι αυτό που το μυαλό μπορεί να σκεφτεί, αλλά αυτό διά του οποίου το μυαλό μπορεί να σκεφτεί…». Στην Βεντάντα αποκαλείται «το μη εξαρτημένο» ή «το άνευ όρων», δηλαδή αυτό που δεν επηρεάζεται από τα συμβάντα στον κόσμο των φαινομένων… αυτό που δεν επηρεάζεται από τις εμπειρίες σου (πότε γεννήθηκες, πού και πώς μεγάλωσες, τί σου συνέβη, κτλ) και από το σώμα σου (αν είσαι γυναίκα ή άνδρας, κοντός ή ψηλός, νέος ή γέρος, κτλ).


Η αλήθεια είναι πως, εφόσον αυτό το κάτι δεν είναι στην πραγματικότητα κάτι, δεν μπορεί να περιγραφεί με ακρίβεια, δηλαδή δεν μπορεί να οριστεί με την χρήση του λόγου. Όπως λέει η διάσημη πρώτη φράση του Τάο Τε Τζινγκ: «Το Τάο που ονομάζεται Τάο δεν είναι το πραγματικό Τάο». Τα λόγια, οι λέξεις, οι έννοιες, όλες οι εμπειρίες τις οποίες μπορούμε να δείξουμε και να περιγράψουμε, αποτελούνται από αυτό και περιέχονται μέσα σε αυτό. Επομενως αυτό δεν μπορεί να περιέχεται—δεν χωράει—μέσα σε λόγια: αφού τα λόγια περιέχονται μέσα σε αυτό, δεν είναι δυνατό να το περιγράψουν—να το χωρέσουν μέσα τους—με πληρότητα. Γι’αυτό και είναι τόσο δύσκολο να δώσει κανείς έναν αυστηρό ορισμό της συνείδησης… τόσο δύσκολο που κανείς δεν τα έχει καταφέρει μέχρι σήμερα!


Σε αυτή την περίπτωση η χρήση της γλώσσας δεν μπορεί παρά να είναι διαφορετική από αυτή που έχουμε συνηθίσει. Αντί να επιδιώξει να ορίσει με λογική συνέπεια και πληρότητα την έννοια της συνείδησης, μπορεί να αναζητήσει τρόπους να στρέψει την προσοχή σου σε αυτό το κάτι που δεν είναι κάτι. Να σου πει «ψάξε προς τα εκεί μέσα στην δική σου προσωπική εμπειρία… πάρε τη μορφή αυτής της παρομοίωσης και προσπάθησε να βρεις στον συνειδησιακό σου χώρο κάτι που η μορφή του να στη θυμίζει… αφαίρεσε αυτό, και αυτό, και αυτό, και αυτό, και προσπάθησε να διακρίνεις τί μπορεί να απομένει…». Αντί να για αυστηρή λογική, η γλώσσα καταφεύγει σε μεταφορές, παρομοιώσεις, συνειρμικούς συμβολισμούς, ποιητικό λόγο εν γένει.


Ένας ακόμα λόγος γιατί η περιγραφή της «απλής αλήθειας» είναι τόσο δύσκολη, είναι επειδή πρόκειται για έναν συνειδησιακό τόπο: αφού δεν πρόκειται για μια λογικά πλήρη και συνεπή έννοια, δεν πρόκειται για κάτι που μπορούμε να συλλάβουμε λογικά, αλλά για κάτι που θα πρέπει να αναζητήσουμε… να ανακαλύψουμε… ο καθένας για τον εαυτό του. Την αλήθεια—και όταν λέω «αλήθεια» δεν αναφέρομαι σε κάτι άλλο από το να αντιληφθεί κανείς σε ολοένα και βαθύτερο και πλουσιότερο βαθμό τη σημασία της ύπαρξης… αυτού του είναι—μπορεί να την δει κανείς σαν τη βουνοκορφή προς την οποία όλοι κατευθυνόμαστε. Αλλά ο καθένας από εμάς είναι μια μοναδικά ξεχωριστή ύπαρξη, που σημαίνει πως στην πορεία προς την κορυφή ο καθένας μας ξεκινάει από διαφορετική αφετηρία και  βλέπει να ανοίγεται μπροστά του διαφορετικό τοπίο.


Την ίδια ώρα που εγώ και ‘σύ καθόμαστε στον ίδιο καναπέ και τα λέμε πρόσωπο με πρόσωπο, μπορεί να βρισκόμαστε εγώ στην ανατολική και ‘σύ στη δυτική πλαγιά του βουνού της ύπαρξης. Εγώ μπροστά μου μπορεί να έχω ποτάμι να διασχίσω και ‘σύ γκρέμια να σκαρφαλώσεις. Ίσως να μού’τυχαν και μένα γκρέμια στο παρελθόν, αλλά δεν ήταν τα ίδια γκρέμια. Θα μπορούσα να προσπαθήσω να στα περιγράψω, αλλά από τη μια θα ήταν αδύνατον μέσω λεκτικής περιγραφής να σου μεταφέρω ακριβώς πως ήταν αυτά τα βράχια (καθότι η αλήθεια δεν χωράει στον λόγο), και από την άλλη, ακόμα και αν ήταν δυνατό να στα περιγράψω με ακρίβεια, αυτό θα σου ήταν άχρηστο αφού δεν βρίσκεσαι στα ίδια βράχια. Το καλύτερο που θα μπορούσα να κάνω θα ήταν να σου μιλήσω πιο γενικά και πιο αφηρημένα: «εγώ όταν συνάντησα γκρέμια έκανα αυτό και το άλλο… για ψάξε κατά κει μήπως βρεις κανένα καλύτερο πιάσιμο… η αντιστήριξη βοηθάει στα σαθρά… δούλεψε με την αναπνοή…». Αλλά το δρόμο προς την αλήθεια καλείσαι να τον βρεις μόνος σου. Χώρια που δεν έχουμε και τις ίδιες ικανότητες… άλλες γνώσεις, άλλα χαρίσματα και άλλα βάρη κουβαλάω εγώ και άλλα εσύ. Και αυτή τη στιγμή, που καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι, πίνουμε καφέ και ανταλλάζουμε απόψεις, στην πλαγιά μου μπορεί να κάνει χαρά θεού και στη δική σου να’χει καταιγίδες και αστραπόβροντα.


Ο Κρισναμούρτι το είχε θέσει χαρακτηριστικά: «Η αλήθεια είναι μια γη χωρίς μονοπάτια. Δεν έχει όρια, είναι άνευ όρων, δεν μπορεί να προσεγγιστεί από κανενός είδους μονοπάτι, γι’αυτό και δεν μπορεί να οργανωθεί. Και ούτε πρέπει να δημιουργηθεί κάποιος οργανισμός που να καθοδηγεί ή να εξαναγκάζει τους ανθρώπους σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο μονοπάτι. Αν το κατανοήσεις αυτό θα δεις πόσο αδύνατο είναι να οργανώσεις μια πίστη. Η πίστη είναι καθαρά προσωπική υπόθεση και δεν μπορείς—και δεν πρέπει—να την οργανώσεις. Αν το κάνεις αυτό, η πίστη γίνεται κάτι νεκρό, κρυσταλλωμένο. Γίνεται δόγμα, αίρεση, θρησκεία που επιβάλλεται στους άλλους. Την αλήθεια δεν μπορείς να την κουβαλήσεις κάτω, το άτομο πρέπει να καταβάλλει την προσπάθεια να ανεβεί σε αυτήν. Δεν μπορείς να φέρεις την βουνοκορφή στην κοιλάδα. Αν θες να φτάσεις στην βουνοκορφή θα πρέπει να διασχίσεις την κοιλάδα, να σκαρφαλώσεις τις απότομες πλαγιές δίχως φόβο.» Ο Γιούνγκ το είχε θέσει με λιγότερα λόγια και κάπως πιο χαριτωμένα: «Αν το μονοπάτι που ξεδιπλώνεται μπροστά σου είναι ξεκάθαρο, μάλλον βρίσκεσαι στο μονοπάτι κάποιου άλλου».




2.


Όσο καθαρότερα αντιλαμβάνεσαι και βιώνεις τη διαφορά μεταξύ της καθαρής συνείδησης—του είναι—και των συνειδησιακών φαινομένων που περιέχονται σε αυτή, τόσο περισσότερο αποταυτίζεσαι από τα φαινόμενα, και τόσο περισσότερο μπορείς να παρατηρείς και να αλληλεπιδράς μαζί τους. Το κέντρο της προσωπικότητάς σου—η αίσθηση του ποιος είσαι—αρχίζει να αποσυνδέεται από το Εγώ. Ο William James είχε χρησιμοποιήσει την διαφορά των αγγλικών λέξεων “me” και “I”: είχε χρησιμοποιήσει το “me” για να υποδηλώσει την εικόνα που έχω για τον εαυτό μου (εγώ είμαι τόσων χρόνων, έχω αυτά τα προσωπικά χαρακτηριστικά, αυτούς τους τίτλους, αυτές τις προτιμήσεις, κτλ), και το “I” για να υποδηλώσει τον παρατηρητή (αυτόν στον όποιον εμφανίζονται οι εικόνες και οι αντιλήψεις που περιέχονται στο “me”)… Το Εγώ ως κέντρο της συνειδητής προσωπικότητας (όπως χρησιμοποιείται στην ψυχανάλυση) έναντι του άνευ όρων υποκείμενου, του γενικού και ανεξάρτητου είναι.


Αυτή η αποταύτιση από το Εγώ και η ταύτιση με το είναι, είναι κάτι σαν «κλικ» που γίνεται ξαφνικά. Έχει τον χαρακτήρα του να διευρύνεται το πλαίσιο του κόσμου που βιώνεις… σαν να ξυπνάς από ένα όνειρο: όταν βρίσκεσαι μέσα στο όνειρο, το όνειρο είναι το «όλον», ολόκληρη η πραγματικότητα, περιέχει οτιδήποτε υπάρχει… και όταν ξυπνάς από το όνειρο ξαφνικά βρίσκεσαι σε μια πιο ευρεία, πιο «αληθινή» πραγματικότητα… το πλαίσιο του κόσμου που βιώνεις ξαφνικά διευρύνεται. Ταυτόχρονα έχει τον χαρακτήρα της ενθύμησης... σαν ένα νήμα που διαπερνάει και συνδέει με μιας όλες τις συνειδησιακές καταστάσεις από τις οποίες έχεις διέλθει… όλα τα κομμάτια του εαυτού σου: τον εαυτό σου σε διαφορετικές ηλικιακές φάσεις της ζωής σου (όταν ήσουν τριών, όταν ήσουν δεκατεσσάρων, όταν ήσουν εικοσιένα, και σήμερα), τον εαυτό σου σε διαφορετικές συναισθηματικές διαθέσεις (τις στιγμές που ήσουν κατακλυσμένος από έρωτα, ή από απογοήτευση, ή από οργή, ή από χαρά, ή από βαρεμάρα), τον εαυτό σου σε καταστάσεις διαφορετικής κοσμοαντίληψης (όταν ακόμα δεν γνώριζες περί λογικής και περί νευτώνειας φυσικής και ο εξωτερικός κόσμος ήταν άμεσα συνυφασμένος με την φαντασία σου, και όταν το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο ήταν η καριέρα σου, και όταν βρισκόσουν σε φλόου κάνοντας αναρρίχηση ή διαβάζοντας ένα βιβλίο, και όταν ονειρευόσουν ότι πετούσες και αυτό ήταν κάτι το απολύτως φυσιολογικό, κοκ). Αυτή η επανασύνδεση με τα διαφορετικά κομμάτια του εαυτού σου είναι λίγο σαν να είσαι απορροφημένος στον αυτοματισμό του να κάνεις σκρόλινγκ στο κινητό και ξαφνικά να ξαναθυμάσαι πού βρίσκεσαι και ποιος είσαι. Έχει, λοιπόν, μια διευρυντική και μια ενοποιητική ποιότητα: έχει την αίσθηση της ανάμνησης μιας πιο αληθινής πραγματικότητας. Την αίσθηση του να θυμάσαι με μεγαλύτερη διαύγεια ποιος είσαι και τί είναι η πραγματικότητα. Και, για τους λόγους που είδαμε παραπάνω, αυτή είναι μια αίσθηση που δεν μπορεί να περιγραφεί με ακρίβεια… είναι ωστόσο κωδικοποιημένη στην ετυμολογία της ίδιας της λέξης «αλήθεια»: «α στερητικό» και «λήθη», δηλαδή η άρση της λήθης, η αποκατάσταση της μνήμης. Γι’αυτό και ο Πλατωνας είχε χαρακτηρίσει την γνώση ως μια μορφή ανάμνησης που προϋπάρχει στην ψυχή.


Όσο πιο συχνά επανασυνδέεσαι με αυτή την ανάμνηση, με αυτή αυτή την ενότητα, με αυτό το νήμα που διαπερνά τον χρόνο και τις διαφορετικές συνειδησιακές σου καταστάσεις… όσο πιο συχνά κάνεις το βήμα από το “me” στο “I”, από τα περιεχόμενα της συνείδησής σου σε αυτό που τα περιέχει… τόσο περισσότερο ενδυναμώνεις την σύνδεσή σου με το είναι. Τόσο αλλάζει η αίσθηση της ταυτότητας σου… η αίσθηση του ποιος πραγματικά είσαι. Νιώθεις λιγότερο ως το Εγώ και περισσότερο ως το άνευ όρων υποκείμενο. Το Εγώ, από «όλον» μετατρέπεται σε περιεχόμενο του όλου. Και αυτό είναι σημαντικό επειδή σου παρέχει ελευθερία.


Όσο περισσότερο συνδεδεμένος είσαι με το είναι, τόσο λιγότερο βιώνεις ένα δυσάρεστο συναίσθημα ως κάτι τρομερό—ως το τέλος του κόσμου—ακριβώς επειδή είσαι πιο συνδεδεμένος με το σύνολο των διαφορετικών συναισθηματικών καταστάσεων που έχεις βιώσει, επομένως και με την άμεση κατανόηση της παροδικότητάς τους («άμεση κατανόηση» θα πει πως δεν χρειάζεται να σκεφτείς ότι είναι παροδικά, η παροδικότητά τους είναι άμεσα εμφανής). Το δυσάρεστο συναίσθημα που βιώνεις τώρα, από «όλον» μετατρέπεται σε κομμάτι του όλου (κάτι που περιέχεται μέσα σου σαν να είναι ένα κομμάτι του συνολικού εαυτού σου, αντί για κάτι που σε περιβάλλει και εσύ απλά κολυμπάς μέσα του). Και, ως κομμάτι, είναι κάτι που μπορείς να παρατηρήσεις, να περιεργαστείς, να επικοινωνήσεις μαζί του… το να μην είσαι ταυτισμένος μαζί του θα πει πως πλέον δεν είναι κάτι που σε εξουσιάζει—κάτι του οποίου είσαι δέσμιος—αλλά κάτι με το οποίο αλληλεπιδράς.


Το ίδιο συμβαίνει και με τις σκέψεις σου: αν οι σκέψεις που παράγει το μυαλό σου είναι φαινόμενα που εμφανίζονται στη συνείδησή σου, τότε—στον βαθμό που είσαι ταυτισμένος με την συνείδηση και όχι με τα περιεχόμενά της—μπορείς να τις παρατηρήσεις και να συνδιαλεχθείς μαζί τους αντί να τις εκλαμβάνεις αυτομάτως ως την «αλήθεια». Αν, ας πούμε, μιλάς με κάποιον και σκεφτείς «αυτά που λέει είναι χαζομάρες!», αν εκείνη τη στιγμή είσαι ταυτισμένος με τα περιεχόμενα της συνείδησής σου, τότε αυτή η σκέψη είναι το «όλον»—η μοναδική αλήθεια—για σένα. Αν, όμως, εκείνη τη στιγμή είσαι ταυτισμένος με την συνείδηση κάτω και γύρω από τα περιεχόμενά της… αν, με άλλα λόγια, είσαι καλά συνδεδεμένος με το είναι (με αυτή την αίσθηση του να θυμάσαι με μεγαλύτερη διαύγεια ποιος είσαι και τί είναι η πραγματικότητα)... τότε, όταν εμφανιστεί στον συνειδησιακό σου χώρο η σκέψη «αυτά που λέει είναι χαζομάρες!», αντί να ταυτιστείς αυτομάτως μαζί της ως το «όλον», έχεις την απόσταση να την παρατηρήσεις και να συνδιαλεχθείς μαζί της. Μπορείς, για παράδειγμα, να της αποκριθείς: «αυτό πιστεύει το μυαλό μου αυτή τη στιγμή, αλλά γνωρίζω πως στο παρελθόν έχει κάνει λάθη, επομένως ενδέχεται και τώρα να κάνει λάθος… άρα ενδέχεται να υπάρχει κάτι σημαντικό στα λεγόμενα του άλλου το οποίο δεν έχω ακόμα διακρίνει…).


Όσο, μάλιστα, ενδυναμώνεις την σύνδεσή σου με το είναι, τόσο λιγότερο χρειάζεται να δώσεις την απάντηση «αυτή η σκέψη δεν είναι απαραίτητα σωστή». Αφού οι σκέψεις παρουσιάζονται ως συνειδησιακά φαινόμενα, ως αντικείμενα μέσα στον συνειδησιακό σου χώρο, ως κομμάτια του «όλου», είναι άμεσα εμφανές πως δεν είναι απαραίτητα σωστές. Ανταυτού, οι σκέψεις αποτελούν γεγονότα που επιδέχονται παρατήρησης και κατανόησης, όπως κάθε άλλο γεγονός. Έτσι, ίσως να μπορέσεις να παρατηρήσεις και πως η σκέψη «αυτά που λέει είναι χαζομάρες!», εκτός από το ότι έχει λεκτικό νόημα, είναι και συναισθηματικά φορτισμένη (παρατήρηση που δεν είναι δυνατό να γίνει όταν αυτή η σκέψη είναι το «όλον»). Αυτό σου δίνει τη δυνατότητα να απαντήσεις «ίσως να μου φαίνονται χαζομάρες επειδή πυροδότησαν κάποιο ψυχικό “τρίγκερ”», και, μαζί μ’αυτό, τη δυνατότητα περαιτέρω εξερεύνησης (ξεκινώντας από το ερώτημα «γιατί αυτά τα λεγόμενα, ακόμα και τελείως λανθασμένα να ήταν, προκάλεσαν συναισθηματική αντίδραση μέσα μου? …από πού πηγάζουν αυτά τα συναισθήματα?»).


Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η αποταύτιση από τις σκέψεις δεν σημαίνει κατ’ανάγκην και απόρριψή τους. Δεν σημαίνει ότι οι σκέψεις δεν είναι χρήσιμες, ή ότι είναι λανθασμένες. Αντιθέτως, οι σκέψεις είναι πάντα χρήσιμες και περιέχουν πάντα κάποιου είδους αλήθεια: ως κομμάτια του «όλου»—ως κομμάτια της πραγματικότητας—θα ήταν αδύνατο να μην περιέχουν κάποια αλήθεια (ακόμα και αν το κυριολεκτικό τους νόημα δεν είναι σωστό). Και αυτή η αλήθεια είναι συχνά πολυεπίπεδη: κρύβει διαφορετικό νόημα όταν την εξετάσουμε λογικά, διαφορετικό νόημα όταν προσπαθήσουμε να την αναλύσουμε συνειρμικά και συμβολικά, και διαφορετικό νόημα όταν την προσεγγίσουμε μέσα από ψυχαναλυτικό πρίσμα και την αντιπαραβάλλουμε με εμπειρίες που βιώσαμε στο παρελθόν. Ως κομμάτια του «όλου», ωστόσο, η αλήθεια που περιέχουν οι σκέψεις δεν μπορεί παρά να είναι μερική: δεν μπορεί παρά να εκφράζουν μια συγκεκριμένη—και άρα περιορισμένη—οπτική γωνία.


Αντίστοιχα, η αποταύτιση απο ένα συναίσθημα δεν σημαίνει κατ’ανάγκην και αποξένωση απο αυτό. Αντιθέτως, η αποταύτιση απο το συναίσθημα αποτελεί προϋπόθεση για να μπορέσω να το συναντήσω και να επικοινωνήσω μαζί του με γαλήνη, περιέργεια, αυτοπεποίθηση και συμπόνοια. Για να του ζητήσω να μου αποκαλύψει την πραγματική πηγή του (να το ρωτήσω «καλά, και έστω ότι ο άλλος κάνει όντως λάθος… εσύ, ωστόσο, γιατί θύμωσες?»).


Η σύνδεση με το είναι, μαζί με την αποταύτιση—αλλά όχι αποξένωση—απο συναισθήματα και σκέψεις που προκύπτει από αυτήν, μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε και το πώς οι σκέψεις και τα συναισθήματα συσχετίζονται, περιπλέκονται και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Όταν, για παράδειγμα, η αυτοσυνείδησή σου—αυτό που αντιλαμβάνεσαι ως «όλον» ανά πάσα στιγμή—έχει συσταλεί στο βαθμό που είσαι απόλυτα ταυτισμένος με μια και μόνο γραμμή σκέψης αγνοώντας τον συναισθηματισμό που σε περιβάλλει, σου είναι αδύνατο να αντιληφθείς πώς οι σκέψεις σου επηρεάζονται από τα συναισθήματά σου. Όσο, από την άλλη, η αυτοσυνείδησή σου διευρύνεται—όσο περισσότερο γίνεται αυτό το «κλικ» που σε ξυπνάει σε μια ευρύτερη πραγματικότητα, και όσο ισχυρότερο είναι το ενοποιητικό νήμα που σου υπενθυμίζει ποιος είσαι—τόσο περισσότερο μπορείς να παρατηρήσεις την αλληλεπίδραση σκέψεων και συναισθημάτων. Τότε, για παράδειγμα, σου δίνεται η δυνατότητα να παρατηρήσεις «αν όλη μέρα σήμερα δεν ήμουν τόσο αγχωμένος ίσως και να μην μου φαίνονταν τελείως “χαζομάρες”». Τότε η οπτική σου γωνία είναι ευρύτερη από την οπτική γωνία μιας συγκεκριμένης σκέψης.


Αυτή, λοιπόν, η διεύρυνση που δημιουργεί τη δυνατότητα να αλληλεπιδράσεις με τα συναισθήματα και τις σκέψεις σου αντί να βρίσκεσαι εγκολπωμένος μέσα τους, αυξάνει και το εύρος των διαθέσιμων επιλογών σου: σου προσφέρει πλουσιότερες δυνατότητες εξερεύνησης, ερμηνείας και αλληλεπίδρασης με τα φαινόμενα του εσωτερικού και του εξωτερικού κόσμου—σου επιτρέπει να έχεις λιγότερο αντιδραστική και περισσότερο δημιουργική στάση απέναντί τους. Έτσι, η ολοένα και πιο διαυγής αναγνώριση του είναιαυτού που κατοικεί στα θεμέλια της ύπαρξής σου—και η ολοένα και στενότερη σύνδεσή σου μαζί του, σου δίνει μεγαλύτερη προσωπική ελευθερία!




3.


Αυτή η θεμελιώδης συνειδητοποίηση για την φύση του είναι οδηγεί στην επόμενη σημαντική συνειδητοποίηση: αυτό καθαρό—το γενικό και ανεξάρτητο—είναι, αυτή η απόλυτα αφηρημένη υποκειμενικότητα (δηλαδή η υποκειμενικότητα από την οποία έχουν αφαιρεθεί όλα τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά… η ηλικία, το φύλο, οι αναμνήσεις, κτλ), αυτό το άνευ όρων υποκείμενο… ως άνευ όρων, δηλαδή ως ανεξάρτητο από τα «συμβεβηκότα» (όπως αποκαλούσε ο Αριστοτέλης όλα τα συμβάντα του κόσμου των φαινομένων), είναι κάτι καθολικό… δηλαδή κάτι κοινό που όλοι μοιραζόμαστε. Ο Χέγκελ παρατηρεί πως και αυτή η αλήθεια βρίσκεται και αυτή κωδικοποιημένη στη γλώσσα: «Όταν λέω “Εγώ”, παρότι εννοώ “εμένα, αυτό το μοναδικό Εγώ”, αυτό που πραγματικά λέω είναι όλα τα Εγώ εν γένει. Όλοι είναι αυτό που λέω, όλοι είναι “Εγώ, αυτό το μοναδικό Εγώ”». Το άνευ όρων εγώ, το καθαρό είναι, είναι κοινό μεταξύ μας: και εσύ εγώ είσαι που παλεύει—γνωρίζει και αναμετριέται—με διαφορετικές συνθήκες. Όταν κοιτάζεσαι με έναν άλλον άνθρωπο, ή ακόμα και ένα άλλο ζώο, στα μάτια, αν είσαι συνδεδεμένος με την αληθεια (αν και στο βαθμό που κάνεις αυτό το «κλικ»), μπορείς να δεις το είναι—το ίδιο είναι που κατοικεί στα θεμέλια της ύπαρξής σου—να σε κοιτάζει μέσα από τα μάτια του άλλου.


Την ίδια στιγμή, ο άλλος μπορεί να είναι αποκομμένος από το είναι, μπορεί να μην είναι συνδεδεμένος με αυτή την αλήθεια-ανάμνηση που κατοικεί μέσα του, μπορεί να μην έχει μια ενοποιημένη αυτοσυνείδηση που να του επιτρέπει να αντιλαμβάνεται την βαθύτερη φύση του και να μην ταυτίζεται με το Εγώ του… δηλαδή εκείνη τη στιγμή ο άλλος μπορεί να μην είναι ελεύθερος από τα συμβεβηκότα που έχουν διαμορφώσει την συνειδητή του ταυτότητα και να σε κοιτάζει ως κάτι θεμελιωδώς ξένο. Εκείνη, λοιπόν, τη στιγμή υπάρχει μια αντίθεση: όσο περισσότερο ο άλλος σε βλέπει ως κάτι εγγενώς διαφορετικό, τόσο περισσότερο ωθείσαι να νιώσεις ως κάτι εγγενώς διαφορετικό από αυτόν... τόσο περισσότερο υπαρχει η τάση να επιστρεψεις από την πραγματικότητα στο όνειρο… να συρρικνωθεί το «όλον» σου… να υπνωτιστείς. Δηλαδή η εσωτερική αποξένωση—η αλλοτρίωση—είναι κάτι το μεταδοτικό. Στην άλλη πλευρά αυτής της αντίθεσης, ωστόσο, όσο εσύ παραμένεις ταυτισμένος με το είναι, όσο ο ισχυρότερο είναι το νήμα που σε συνδέει είσαι με την αλήθεια-ανάμνηση της θεμελιώδους φύσης σου, τόσο περισσότερο την υπεθυμίζεις και στον άλλο… τόσο περισσότερο τον προσκαλείς να σε αναγνωρίσει σαν κάτι όμοιο παρά ξένο.


Οι σχέσεις έχουν αυτό το χαρακτηριστικό: όσο περισσότερο ο άλλος με βλέπει και μου συμπεριφέρεται ως κάτι διαφορετικό, ως κάτι ξένο, ως κάτι που αντιτίθεται [αντί+θέτω, δηλαδή κάτι που στέκεται απέναντι] στην ύπαρξή του (και άρα κάτι που περιορίζει την απολυτότητα της ελευθερίας του)… τόσο περισσότερο θα λαμβάνει αμυντική—άρα και επιθετική—στάση απέναντί μου, τόσο περισσότερο θα αισθάνεται τη σχέση μας ως ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος (δηλαδή ένα παιχνίδι ανταγωνισμού, στο οποίο όταν ο ένας κερδίζει ο άλλος χάνει), τόσο περισσότερο θα στέκεται ο ίδιος ως κάτι διαφορετικό απέναντί μου… τόσο περισσότερο θα μου αντιτίθεται. Και όσο περισσότερο ο άλλος μου αντιτίθεται, όσο περισσότερο νιώθει ως κάτι διαφορετικό από εμένα και μου συμπεριφέρεται ως κάτι διαφορετικό από αυτόν, τόσο περισσότερο έχω την τάση να τον βλέπω και να του συμπεριφέρομαι ως κάτι διαφορετικό. Εξαρχής το ίδιο ισχύει και για μένα: όσο περισσότερο βλέπω τον άλλο σαν κάτι διαφορετικό, τόσο περισσότερο θα έχει την τάση μου αντιτίθεται (και, με αυτόν τον τρόπο, να επιβεβαιώνει την αίσθησή μου ότι είναι κάτι αντίθετο).


Ωστόσο, στη σχεσιακή δυναμική υπάρχει και η αντίθετη τάση. Όσο λιγότερο ο άλλος μου αντιτίθεται, όσο λιγότερο αμυντική—άρα και λιγότερο επιθετική—είναι η στάση του απέναντί μου, όσο λιγότερο μου συμπεριφέρεται ως κάτι ξένο και διαφορετικό με το οποίο ανταγωνίζεται… όσο περισσότερο μου φέρεται όχι ως άλλο, αλλά ως εαυτόν… τόσο λιγότερο νιώθω την ελευθερία του να περιορίζει τη δική μου, επομένως τόσο λιγότερο νιώθω την ανάγκη να λάβω αμυντική στάση απέναντί του… τόσο περισσότερο ασφαλής νιώθω, τόσο περισσότερο ουσιαστική αναγνώριση αισθάνομαι, τόσο περισσότερο νιώθω την ελευθερία να είμαι ο εαυτός μου (δηλαδή απλά να είμαι). Και όσο πιο ευαίσθητος είμαι στο άνοιγμα του άλλου, όσο περισσότερο μπορώ να αναγνωρίσω και να ανταποκριθώ στην πρόσκλησή του να τον δω ως κάτι όμοιο παρά κάτι ξένο, τόσο περισσότερο του επιτρέπω και τον προσκαλώ να κάνει το ίδιο απέναντί μου.


Στα θεμέλια των σχέσεων κατοικεί αυτό το καθρέφτισμα: όσο περισσότερο βλέπω τον άλλον ως όμοιο, ως ισάξιο, ως κάποιον η ουσία του οποίου είναι κοινή με τη δική μου… τόσο περισσότερο ενισχύω μέσα του την τάση να με δει με τον ίδιο τρόπο. Από την άλλη, όσο περισσότερο τον βλέπω ως διαφορετικό, ως κάποιον που αντιτίθεται στην ελευθερία μου, ως κάποιον με τον οποίο έχω ανταγωνισμό… τόσο περισσότερο ενισχύω μέσα του την τάση να κάνει το ίδιο. Στις σχέσεις υπάρχει αυτή η αυτοεκπληρούμενη δυναμική, αυτή η θεμελιώδης τάση η στάση του άλλου απέναντί μου να καθρεφτίσει την δική μου στάση απέναντί του.


Μέσα από αυτό το πρίσμα, ίσως αρχίζει να αποκτάει πιο συγκεκριμένο νόημα η ρύση του Λάο Τσε:

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ψευδαίσθηση από τον φόβο,

ούτε μεγαλύτερο σφάλμα από το να προετοιμάζεσαι να αμυνθείς,

ούτε μεγαλύτερη συμφορά από το να έχεις έναν εχθρό.

Αυτός που μπορεί να δει μέσα από κάθε φόβο, θα είναι πάντοτε ασφαλής.


Μέσα από αυτό το πρίσμα αποκτάει νόημα και η εντολή του Ιησού να «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Νομίζω, ωστόσο, πως από μόνη της αυτή η εντολή μπορεί να παρερμηνευτεί ως μια υποχρέωση, ως ένας εξωτερικός νόμος με τον οποίο οφείλει κανείς να συμμορφωθεί, ως κάτι που πρέπει να επιβάλλει στον εαυτό του περιορίζοντας, έτσι, τη δική του ελευθερία. Αυτή η παρερμηνεία ίσως να μπορεί να αρθεί αν προσεγγίσουμε την εντολή αυτή όχι ως μια εξωτερική διαταγή αλλά ως ένα εσωτερικό ερώτημα, ένα προσωπικό αίνιγμα: πώς είναι δυνατόν να αγαπήσω τον πλησίον μου όπως αγαπάω τον εαυτό μου? Νομίζω η απάντηση έχει ήδη αρχίσει να φανερώνεται: πρώτα με την κατανόηση της βαθύτερης φύσης του εαυτού μου και με την αναγνώριση της ίδιας ακριβώς φύσης στον διπλανό μου… και, στη συνέχεια, με την ολοένα και ισχυρότερη σύνδεση με αυτή τη διπλή συνειδητοποίηση σε υπαρξιακό επίπεδο… δηλαδή με την παρουσία αυτής της συνειδητοποίησης στην άμεση εμπειρία (και όχι με την παραμονή της μόνο στον κόσμο της λογικής σκέψης και των ηθικών επιταγών)… με το να αναγνωρίζεις στα μάτια του άλλου, τη στιγμή που κοιτάς μέσα τους, το ίδιο είναι που την ίδια ακριβώς στιγμή νιώθεις να κατοικεί στα βάθη του εαυτού σου.


Έτσι ίσως να αρχίζει να αποκτάει νόημα και η φράση του Μάρτιν Μπούμπερ: «Όταν δυο άνθρωποι συσχετίζονται με αυθεντικότητα, το Θείο είναι ο ηλεκτρισμός που ρέει ανάμεσά τους.»