Όσο περισσότερο πλησιάζει κανείς την αυθεντικότητα, όσο περισσότερο καθοδηγείται από ενδογενή και όχι εξωγενή κίνητρα, όσο περισσότερο αφήνεται να εκφράσει αυτό που βγαίνει από μέσα του, όσο περισσότερο μετατρέπεται σε μέσο έκφρασης της ίδιας της ζωής που ρέει μέσα του, τόσο περισσότερο το συναίσθημα της περηφάνειας ενώνεται με—ή, ίσως, διαλύεται μέσα σε—αυτό της ευγνωμοσύνης.
Όταν γράφω ένα άρθρο όχι επειδή επιδιώκω κάποιο αποτέλεσμα—ακόμα και αν το αποτέλεσμα αυτό είναι αλτρουιστικό, πχ επειδή θέλω να μοιραστώ τις γνώσεις για να βοηθήσω τους γύρω μου—αλλά επειδή, χωρίς να το σκοπεύω, αναβλύζουν ξαφνικά σκέψεις από μέσα μου και ζητούν από εμένα να τις εκφράσω, τότε για έναν εξωτερικό παρατηρητή αυτές οι σκέψεις φαίνεται να είναι δικές μου, αλλά για εμένα οι σκέψεις αυτές μου δίνονται. Αν, και στο βαθμό που, οι σκέψεις αυτές είναι όντως αξιόλογες, όσο βλέπω τον εαυτό μου από έξω νιώθω περηφάνεια για αυτές, όσο όμως τον βιώνω από μέσα νιώθω ευγνωμοσύνη.
Το ίδιο συμβαίνει με όλες τις πράξεις: αν φτιάξω ένα έργο τέχνης όχι για κάποιον σκοπό—επειδή θέλω να κερδίσω κάτι—αλλά επειδή η ανάγκη που αναβλύζει από μέσα μου με καταλαμβάνει, τότε, το έργο τέχνης αυτό, για την σχέση μου με τους γύρω μου μπορεί να αποκτά χαρακτήρα υπερηφάνειας, για την απευθείας σχέση της υποκειμενικότητάς μου με τον εαυτό μου και με τον κόσμο, ωστόσο, έχει χαρακτήρα ευγνωμοσύνης.
Ίσως να μπορούσε κανείς να πει ότι, στην κατάσταση της αυθεντικότητας, η ευγνωμοσύνη είναι η εσωτερική όψη της περηφάνειας.
No comments:
Post a Comment