Περί Αλήθειας

Όταν ζούμε σε έναν θεμελιωδώς άγνωστο κόσμο, έναν κόσμο που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να συλλάβουμε πλήρως μέσω της σκέψης, και άρα δεν θα μπορέσουμε ποτέ να προβλέψουμε με ακρίβεια… η «αληθεια» δεν μπορεί παρά να είναι κάτι που προκύπτει μέσα από τος σχέσεις μας με τους άλλου. Δηλαδή η αλήθεια είναι σχεσιακή.


Σαν να βρισκόμαστε σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο ωκεανό, και να φτιάχνουμε συνεργατικά σταθερές βάρκες για να τον πλοηγήσουμε. Ο τρόπος που τον πλοηγούμε είναι καθαρά σχεσιακός. Είναι η γλώσσα. Αυτές οι βάρκες, αυτές οι σχεδίες—αυτές οι σταθερές επιφάνειες πάνω στους κυματισμούς του ωκεανού—που μας ενώνουν και μας επιτρέπουν να ενώσουμε τις δυνάμεις μας, είναι οι έννοιες. 

Για να ενώσουμε τις δυνάμεις μας, πρέπει κάπως να συνδεθούμε, πρέπει να βρούμε κάτι μη μεταβαλλόμενο, κάτι «αντικειμενικό». Κάτι που να μας επιτρέπει να φύγουμε από την αμεσότητα της εμπειρίας που συνεχώς αλλάζει. Για να συγχρονιστούμε πρέπει να δημιουργήσουμε κάτι στατικό μέσα στο χρόνο, ένα χρονικό διάστημα όπου η πραγματικότητα την οποία πλοηγούμε παραμένει σταθερή. Πρέπει, δηλαδή, να δεχτούμε μια κοινή στατική αναπαράσταση της πραγματικότητας. Να συμφωνήσουμε πώς είναι η πραγματικότητα:  ότι παραμένει σταθερή και έχει την τάδε δομή. Να συμφωνήσουμε σε μια ερμηνεία, δηλαδή σε ένα κάλεσμα να αλληλεπιδράσουμε με συγκεκριμένους τρόπους μαζί της. Αυτό θα μας επιτρέψει να βγούμε από την διαρκώς μεταβαλλόμενη στιγμή και να δημιουργήσουμε ένα χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο μπορούμε να συντονίσουμε τις πράξεις μας.


Έτσι, λοιπόν, δεν θα μπορούσε να υπάρχει «απόλυτη αληθεια» αν ήσουν μόνος σου… Αν πχ ήσουν ο μόνος νους, δεν θα είχες είχες την ανάγκη να δημιουργήσεις αφηρημένες ιδέες. Απλά θα κολυμπούσες στον ωκεανό προσαρμόζοντας διαρκώς το σώμα σου (δηλαδή τη συμπεριφορά σου), θα ήσουν απλά σε ένα μόνιμο φλόου: κάθε τί θα ήταν κάτι το διαφορετικό, άρα ποτέ δεν θα μπορούσες να δημιουργήσεις «πράματα», εργαλεία, πχ «ένα ποτήρι» (αν και, αν συναντούσες μια σπασμένη καρύδα, ίσως και να μπορούσες να την χρησιμοποιήσεις για να βάλεις μέσα της νερό… κάτι τέτοιο ίσως θα ήταν έναν βήμα από την απόλυτη «ζωώδη» αμεσότητα και αλλαγή της ύπαρξης στην σκέψη… αλλά σίγουρα δεν θα έφτανε μέχρι την αφηρημένη σκέψη). Άρα, λοιπόν, η αληθεια (δηλαδή αυτό που μπορεί να περιγραφεί με λόγια) είναι σχεσιακή. Είναι κάτι που μπορούμε να βάλουμε σε λόγο, πάνω—δια μέσω—του οποίου μπορούμε να συντονίσουμε τις ενέργειές μας (που σημαίνει σωματικές αλλά και πνευματικές πράξεις… οι πρώτες μάλλον προϋποθέτουν της δεύτερες).


Θα μπορούσε κανείς να αντιπαραβάλλει τον χορό ως μια εναλλακτική μορφή συντονισμού. Ο χορός καθαυτός φαίνεται να μην έχει συγκεκριμένο «σκοπό». Αλλά, άραγε, υπάρχει κάποιο άλλο ζώο που να χορεύει μόνο του? Ένα ζώο μπορεί να παίζει, όπως μια γάτα που επιτίθεται στα έντομα, ή ένα χελιδόνι που χαίρεται να πετάει την αυγή, ή απλά ο σκύλος που τεντώνεται… Όμως αυτό δεν είναι «χορός» αλλά μια απολύτως ελεύθερη έκφραση: μια άμεση ικανοποίηση των φυσικών αναγκών χωρίς αυτοσυνείδηση, χωρίς πουθενά την σκέψη «πώς αυτό φαίνεται από έξω», αλλά μόνο με την αίσθηση του πως συμβαδίζει με τον κινούμενο κόσμο της εμπειρίας (εκεί η νοημοσύνη μπορεί να είναι καθαρά σωματική, όπως είναι ένα είδος νοημοσύνης, ένα είδος γνώσης, το να ξέρεις πως να κάνεις ποδήλατο).


Όσο πιο μακριά, μάλιστα, από την διαρκή μοναδικότητα της φύση η οποία απαιτεί να προσαρμοστούμε πάνω της, τόσο πιο «κανονικά» τα κινητικά πρότυπα (πχ οι κινήσεις ενός δρομέα που τρέψει σε ταρτάν, ή ενός ενοργανίστα που κάνει συγκεκριμένες ακροβατικές κινήσεις στο ταταμι). Αλλά ακόμα και εκεί υπάρχουν μικροδιορθώσεις, μπαίνει η τύχη το άγνωστο, η αλλαγή, το τώρα. Μια ιδέα είναι ακίνητη. Είναι αποκομμένη από την αλληλεπίδραση με την ρευστότητα του φυσικού κόσμου.


Ίσως θα μπορούσε κανείς να πει ότι υπάρχουν «σταθερά» πράγματα και χωρίς τη γλώσσα: τα κινητικά πρότυπα, οι κινητικές συνήθειες. Όσο πιο μακριά, μάλιστα, από την διαρκή μοναδικότητα της φύση η οποία απαιτεί να προσαρμοστούμε πάνω της, τόσο πιο «κανονικά» τα κινητικά πρότυπα (πχ οι κινήσεις ενός δρομέα που τρέψει σε ταρτάν, ή ενός ενοργανίστα που κάνει συγκεκριμένες ακροβατικές κινήσεις στο ταταμι). Αλλά ακόμα και στα πιο σταθερά κινητικά πρότυπα υπάρχουν μικροδιορθώσεις, μπαίνει η τύχη το άγνωστο, η αλλαγή, το τώρα. Δεν έχουν την απόλυτη σταθερότητα (απόλυτη ομοιότητα-με-τον-εαυτό-τους), την ακαμψία, των εννοιών (όπως έχει, πχ, η έννοια «90 μοίρες»). Μια ιδέα είναι απολύτως ακίνητη, αποκομμένη από την αλληλεπίδραση με την ρευστότητα του φυσικού κόσμου, ενώ τα κινητικά πρότυπα εξακολουθούν να είναι αμέσως γειωμένα στον μεταβαλλόμενο και πάντα sui generis κόσμο της εμπειρίας (όπου κάθε στιγμή είναι μοναδική), και στο ίδιο το σώμα (το οποίο εξαρτάται από θεμελιωδώς χαοτικές φυσικές διαδικασίες σε επίπεδο συστημικής, κυτταρικής και μοριακής μέχρι και υποατομικής φυσικής… όπως και σε επίπεδο ηλεκτρομαγνητικού πεδίου, που είναι το ίδιο πράγμα είδωμενο από διαφορετική οπτική γωνία… δηλαδή μια μόνιμη μεταβολή με διαφορετικές «δίνες» και «ρεύματα»). Από την άλλη, οι αφηρημένες έννοιες αναφέρονται μεν στον κόσμο της εμπειρίας, αλλά είναι αποσυνδεδεμένες απο αυτόν, έχουν μια δική τους «ελευθερία» (ή, καλύτερα, ανεξαρτησία… επειδή, υπό μια έννοια, η ελευθερία προϋποθέτει και μια κινητήρια δύναμη, προϋποθέτει agency, προσωπικές προτιμήσεις).


Επομένως η προσωπική κινητική νοημοσύνη, το είδος γνώσης—το είδος σοφίας—που την χαρακτηρίζει δεν είναι γλώσσα, δεν είναι ανίκητο, δεν έχει κάτι το απόλυτο… και δεν είναι επιστήμη, δηλαδή δεν είναι κάτι που μπορούμε να σταθούμε απέξω του και να το παρατηρήσουμε [επιστημη: επί- + ἵσταμαι, δηλαδή στέκομαι από πάνω ώστε να μπορώ να παρατηρήσω]. Αν και μπορούμε να κάνουμε νοερή απεικόνιση (ένας ενοργανίστας μπορεί να κάνει νοερή απεικόνιση των κινητικών του προτύπων), αυτή είναι μια ικανότητα κάτι που έχουμε κερδίσει αφού έχουμε ήδη αποκτήσει αυτοσυνειδητοτητα μέσω της σκέψης, της γλώσσας.


Στον χορό μπορούμε να δούμε ένα εύρος από την πολύ συγκεκριμένη στην πολύ αφηρημένη κίνηση, όπως μπορούμε να δούμε και στο ρυθμό της μουσικής: από τελείως τετράγωνο ρυθμό (πχ αφρικανικά τύμπανα) σε λίγο πιο καμπυλωτό (πχ σουίνγκ), σε πιο πολύπλοκο (με μεγαλύτερες φράσεις, όπως πχ τους βραζιλιάνικους ρυθμούς), στα κρουστά της ινδίας (όπου το τέμπο αυξομειώνεται αυτοσχεδιαστικά… η διαρκής αυξομείωση του τέμπο αποτελεί στοιχείο της έκφρασης, και ο εκτελεστής δεν είναι δεμένος σε ένα σταθερό τέμπο, αλλά παίζει με αυτο), και στην κορύφωση της κλασσικής μουσικής (όπου η μορφή του τέμπο είναι συγκεκριμένη [πχ 3/4], αλλά η ταχύτητά του είναι εντελώς αφηρημένη, βγαίνει κατευθείαν από την ελεύθερη έκφραση του ερμηνευτή ή του μαέστρου). Έτσι και στο χορό: υπάρχουν χοροί με πιο συγκεκριμένο και πιο αφηρημένο «κινητικό λεξιλόγιο». Για παράδειγμα οι Ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί είναι εξαιρετικα συγκεκριμένοι, το βαλς λίγο πιο αυτοσχεδιαστικό (αλλά ακόμα με πολύ συγκεκριμένο και περιορισμένο κινητικό λεξιλόγιο), η σάλσα λίγο πιο αυτοσχεδιαστική, κοκ, μέχρι να φτάσουμε σε κάτι σαν τον αυτοσχεδιαστικό σύγχρονο χορό (που είναι πιο κοντά στην ελεύθερη έκφραση—το παιχνίδι—των ζώων). Όσο πιο συγκεκριμένο το κινητικό λεξιλόγιο, τόσο πιο περιορισμένος ο χώρος του αυτοσχεδιασμού, άρα και πιο συγκεκριμένος ο χώρος της συνεργασίας.


Ακόμα και ο ατομικός χορός έχει κάτι διαφορετικό από την ελεύθερη έκφραση των ζώων: βρίσκεται σε κάποια πλαίσια, έχει κάποιο νόημα, έχει κάποια στοιχεία επικοινωνίας (η εξωτερική εικόνα του εαυτού, άρα η αυτοσυνειδητοτητα, παιζει παίζει κάποιον ρόλο… συμμετέχει… είναι παρούσα). Και αφού έχει κάποιο νόημα, θα πει ότι με κάποιον ακόμα και πολύ αφηρημένο τρόπο, δημιουργεί κάτι σταθερό για την πλοήγηση του ωκεανού τις διαρκούς αλλαγής. Και σε αυτό ο χορός μοιάζει με τη μουσική: και η μουσική έχει κάποιον συμβολισμό, κάποιου είδους ιδέες να επικοινωνήσει (αντίστοιχα, δεν θα μπορούσε να υπάρχει κάποιο καθαρά μη-κοινωνικό οδικό πτηνό, που δεν τραγουδάει για να επικοινωνήσει με κάποιου είδους τρόπο: αφού το ίδιο αισθάνεται άμεσα το πώς αισθάνεσαι, δεν υπήρχε λόγος να εκφράσει εξωτερικά το πώς αισθάνεται αν δεν έπαιζε κάποιο ρόλο η επικοινωνία). Είναι εμφανές πως μια σύνθεση έχει κάτι σταθερό στο χρόνο. Αλλά ακόμα και ένας μουσικός αυτοσχεδιασμός κρύβει ένα φρασεολόγιο… κάποιες συγκεκριμένες τάσεις του ερμηνευτή και κάποιες επιρροές του κοινωνικού του περιβάλλοντος (γιαυτο και μουσικές από διαφορετικά μέρη του κόσμου έχουν και ξεχωριστούς «χαρακτήρες»). Αλλά και πέρα αυτό το φρασεολόγιο, η μουσική περιέχει κάτι επιπλέον: μια εγγενή αρμονία, ένα ατόφιο a priori, την αίσθηση της συμφωνίας και της παραφωνίας (ένα μουσικό όργανο, για παράδειγμα, μπορεί να είναι καλά κουρδισμένο ή να είναι ξεκούρδιστο). Η μουσική περιέχει ενός είδους ακαταμάχητης «αντικειμενικής αλήθειας» για τον άνθρωπο, αντίστοιχης με την ακαταμάχητη αληθεια των μαθηματικών. Και αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο αφού, όπως ανακάλυψε και ο Πυθαγόρας, οι μουσικοί τόνοι και οι σχέσεις τους μπορούν να περιγραφούν μαθηματικά (δηλαδή μέσω του λόγου).


Αυτή η «αντικειμενική αληθεια» της μουσικής και των μαθηματικών είναι μια αλήθεια δομής και όχι περιεχομένου: η αντικειμενική αληθεια της μουσικής έγκειται στην αίσθηση της συμφωνίας και της διαφωνίας (η οποία σχετίζεται με τις μαθηματικές αναλογίες, και αυτό είναι που ανακάλυψε ο Πυθαγόρας) και όχι με το συγκεκριμένο περιοριεχόμενο της μουσικής (όπως αυτή εμφανίζεται στον κόσμο της εμπειρίας… πχ με την μελωδία ενός συγκεκριμένου μουσικού κομματιού που μπορούμε να ακούσουμε), και η αντικειμενική αλήθεια των μαθηματικών έγκειται στην ταυτότητα μιας εξίσωσης και όχι στους συγκεκριμένους αριθμούς που θα βάλουμε στις μεταβλητές της.


Αυτή, λοιπόν, η αλήθεια στη μουσική και τα μαθηματικά είναι και αυτή μια σταθερή δομή. Αλλά φαίνεται να είναι κάτι διαφορετικό από τις έννοιες: η δομική στατική αληθεια των μαθηματικών είναι ένας χώρος που μας δίνεται (και μας προσφέρεται να εξερευνήσουμε), ενώ η στατική αληθεια των εννοιών είναι κάτι στο οποίο συμμετέχουμε προσωπικά, κάτι που δημιουργούμε από κοινού. Αντίθετα από την αλήθεια των μαθηματικών, η στατική αλήθεια των εννοιών είναι κάτι που αν επιθυμούμε (και, ίσως, στο βαθμό που μπορέσουμε να βρούμε την ελευθερία) μπορούμε να αλλάξουμε. Επισης μπορούμε να πούμε πως η αλήθεια των εννοιών είναι κάτι που ιστορικά (στην ιστορία του ανθρώπινου είδους, αλλά και στην πορεία ανάπτυξης του ατόμου) αλλάζει… εξελίσσεται… αναπτύσσεται. Αυτό πάει να πει ότι οι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να συντονιστούμε αλλάζουν, εξελίσσονται, διευρύνονται. Και ίσως να αλλάζουν με εξαρτημένο τρόπο… Ίσως, δηλαδή, να υπάρχουν θέσεις ισορροπίας και ανισορροπίας μεταξύ των διαφορετικών ιδεών, των διαφορετικών τρόπων να κατηγοριοποιήσεις (και, άρα, να συλλάβεις λογικά) τον κόσμο… Δηλαδή, ίσως υπάρχουν πιο σταθερά και πιο ασταθή συστήματα κοσμοθεώρησης (και, άρα, συστήματα συλλογικής συμπεριφοράς). Υπό αυτό το ευρύτερο πρίσμα, ο χώρος των ιδεών μπορεί να έχει και αυτός κάποια εγγενή (δηλαδή a priori) δομή. Μπορεί να έχει και αυτός αρμονίες και δυσαρμονίες—θέσεις-σχέσεις συντονισμού (δηλαδή harmonics)—όπως έχει και ο χώρος της μουσικής. Εδώ, αντί για σχέσεις μεταξύ αρμονικών συχνοτήτων που προκαλούνται από την κίνηση διαφορετικών υλικών και σχημάτων (πχ σχέσεις μεταξύ παλλόμενων χορδών), έχουμε σχέσεις συντονισμού—αρμονίας ή δυσαρμονίας—μεταξύ ανθρωπίνων συμπεριφορών. Έχει, μάλιστα, ενδιαφέρον που στην επικοινωνία χρησιμοποιούμε μεταφορές από αυτούς τους δυο κόσμους—τον κόσμο της ύλης («συντονισμός», από το «τείνω»/«τάση»), της μουσικής («συμφωνία» και «διαφωνία»)—για να περιγράψουμε την ανθρώπινη συνεργασία.


Κατά μια έννοια, λοιπόν, ίσως η ιδέα της απόλυτης και πλήρους αλήθειας να είναι η ελπίδα της παγκόσμιας ειρήνης… η ελπίδα ότι κάπου στη δομή της σκέψης, υπάρχει μια αρμονική κοσμοθεωρία… οτι δηλαδή μπορεί να υπάρχει κάποια ιδεολογία, κάποιο θρησκευτικό συστήμα, έναν γενικός και πλήρης τρόπος περιγραφής και κατανόησης της πραγματικότητας (στη μορφή της και όχι στο συγκεκριμένο της περιεχόμενο), που να αντιστοιχεί στην εναρμόνιση των ανθρώπων μεταξύ τους και μέσα τους (αφού η εναρμόνιση των ανθρώπων μεταξύ τους προϋποθέτει και προϋποτίθεται από την εσωτερική τους εναρμόνιση).


Αντιστοίχως, κάθε είδους διαμάχη για το ποια είναι η «αληθεια»—η αλήθεια γενικά και όχι μόνο ποιο είναι το «σωστό» σε μια δεδομένη στιγμή—αποτελεί διαμάχη για την σχέση συνεργασίας. Ίσως το συγκεκριμένο περιεχόμενο των προτάσεων να αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες πράξεις, αλλά η «απόλυτη αλήθεια» (δηλαδή αυτή σε επίπεδο δομής και όχι περιεχομένου) να αντιστοιχεί σε μορφές συσχετισμού.


Αυτή η ελπίδα της απόλυτης εναρμόνισης κρύβει και έναν βασικό κίνδυνο: την λογική της «απόλυτης αλήθειας». Αν αυτή η αληθεια είναι κάτι συγκεκριμένο και απόλυτα σταθερό, κάτι που δεν αλλάζει στην πάροδο του χρόνου, τότε δεν μπορεί να είναι προσαρμόσιμη στην άπειρα ποικιλόμορφη πραγματικότητα των φαινομένων. Αντιθέτως, αποτελεί την συμφωνία ενός συγκεκριμένου αριθμού ανθρώπων οι οποίοι, για να συντονίσουν τος πράξεις τους (όπως συμβαίνει και στους διαφορετικούς χορούς) συμφωνούν να περιορίσουν, συνάμα, το εύρος της ελευθερίας τους. Και όσο περισσότεροι είναι αυτοί οι άνθρωποι, τόσο περιοριστική θα είναι η αλήθεια… επειδή τόσο περισσότερο θα έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα που διαρκως αλλάζει (σαν μια μεγάλη άκαμπτη πλατφόρμα στην επιφάνεια του ωκεανού), και άρα τόσο λιγότερο θα συνάδει με την εσωτερική πραγματικότητα του κάθε ατόμου (η οποία είναι επίσης διαρκώς μεταβαλλόμενη), και τόσο λιγότερο θα καλύπτει τις ανάγκες που βγαίνουν από μέσα του (τόσο λιγότερο θα μοιάζει με την φυσική έκφραση του ζώου που παίζει, και τεντώνεται, και ρεμβάζει, και κάθε στιγμή παραδίδεται φυσικά σε αυτό που ζητάει να εκφραστεί από μέσα του).


Κάθε αποδοχή μιας συγκεκριμένα δομημένης πραγματικότητα αποτελεί ταυτόχρονα και έναν περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας, αλλά και μια δομή μέσα από την οποία η ελευθερία μπορεί να υλοποιηθεί στον κόσμο (να γίνει actual… δηλαδή να πραγματο-ποιηθεί). Χωρίς δομή ίσως δεν υπάρχει αυτοσυνείδηση… δεν υπάρχει τρόπος να “επίστασαι”… να παρακολουθήσεις κάτι για να το συλλάβεις (που, ισως, προϋποθέτει αυτό το κάτι να είναι σταθερό). Και, όπως και με το χορό, όσο πιο περιορισμένη είναι η δομή αυτή (όσο πιο περιορισμένο το κινητικό φρασεολόγιο), τόσο περισσότερη εκρηκτική ενέργεια μπορεί να διοχετευτεί από μέσα της… τόσο πιο ακριβής και εκρηκτικός—«αυστηρός»—ο συντονισμός.


Από την άλλη, αφού κάθε «συγκεκριμένη αληθεια» αποτελεί την συμφωνία ενός συγκεκριμένου αριθμού ατόμων, αντιπροσωπεύει τα συμφεροντα της ομάδας τους. Αυτός ο συντονισμός, αυτή η ομαδική αλήθεια, αφού αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα μιας ομάδας, επιδιώκει να επιβληθεί στο διαφορετικό όταν το συναντάει (είτε εντός είτε εκτός της ομάδας). Η «απόλυτη αληθεια» (ειδικά όταν αναφέρεται σε συγκεκριμένο και όχι μορφολογικό περιεχόμενο… πχ «ο θεός είπε ότι το τάδε επιτρέπεται και το τάδε απαγορεύεται»), ως κάτι σχεσιακό (που υπάρχει μεταξύ των σχέσεων), έχει το στοιχείο της συμμόρφωσης, της επιβολής. Τελικά στην αλήθεια η δράση είναι αυτό που έχει σημασία… και κατά πόσον η δική σου δράση είναι συμβατή με τη δική μου.


Όχι! Αν υπάρχει γενική αλήθεια, αυτή η αλήθεια πρέπει να είναι μια δομή που να μπορεί να περιέχει όλες τις υπαρκτές κοσμοαντιλήψεις και να ανοίγει διαδρόμους μεταξύ τους (να μπορείς να πας από τη μια στην άλλη… να μπορείς να δεις την πορεία που τις συνδέει… να μπορείς να διακρίνεις πώς από την μια κοσμοαντίληψη μπορείς να φτάσεις στην άλλη). Σε αυτή την περίπτωση, αυτόν που διαφωνεί (όσο πολύ και να διαφωνεί) πρέπει να τον καταλάβεις (να δεις τον κόσμο από τα μάτια του, και να δεις και πως θα μπορούσες κανείς να καταλήξει να βλέπει τον κόσμο με αυτό τον τρόπο… και, ταυτόχρονα, να δεις και την θέα της δίκης σου κοσμοθεώρησης από την δική του διαφορετική οπτική γωνία) και όχι απλά να τον εξαφανίσεις.


Γι’αυτό η «τελική αληθεια» θα πρέπει να μπορεί να περιέχει όλες τις διαφορετικές οπτικές γωνίες (συμπεριλαμβανομένου και του πώς άλλαξαν και εξελίχθηκαν οι οπτικές γωνιές στην πάροδο του χρόνου και της ιστορίας). Η αληθεια πρέπει να έχει μια αναπτυξιακή δυναμική και μια γενεαλογική συνέχεια. Επομένως, σαν ένα δέντρο, κάθε επίπεδο της αλήθειας μπορεί να περιέχει διαφορετικά κλαδιά—διαφορετικές νησίδες—αλήθειας (οι οποίες μπορεί εκ πρώτης όψεως να μην συνδέονται άμεσα)… πρέπει να έχει δυναμικότητα, ζωή, να μην είναι απλά στατική. Πρέπει δηλαδή, να είναι τετραδιάστατη: να απεικονίζει και την αλλαγή στον χρόνο—στην ιστορία της ατομικής και συλλογικής συνείδησης. Αν, και στο βαθμό που, η συνείδηση συνδέεται—και πώς θα μπορούσε να μην συνδεεται!—τότε και η αληθεια συνδέεται.

No comments:

Post a Comment