Κάθε άνθρωπος, κάθε στιγμή, καλείται να αναζητήσει—συνειδητά ή ασυνείδητα—νόημα: το νόημα της κάθε επιλογής και της κάθε πράξης: γιατί να κάνω αυτό και όχι το άλλο;
Το νόημα μπορεί να είναι υλικό: επειδή πεινάω και θέλω να φάω, ή επειδή κρυώνω και θέλω να ζεσταθώ... μπορεί να βρίσκεται στις άμεσες βιολογικές ανάγκες, και την εξασφάλιση των συνθηκών επιβίωσης και περαιτέρω ανάπτυξης (και, άρα, περαιτέρω νοήματος). Το «ωφέλιμο».
Το νόημα μπορεί να είναι κοινωνικό: επειδή μου αρέσει η συντροφιά, η αναγνώριση, η παρέα, η συνδιαλλαγή καθεαυτή... μπορεί να βρίσκεται στην αναγνώριση και την εξερεύνηση του κοινού εαυτού. Το «δίκαιο».
Το νόημα μπορεί να είναι δημιουργικό: επειδή μου αρεσει να παίζω, να ζωγραφίζω, να κινούμαι, να παρατηρώ, να περιεργάζομαι, να ικανοποιώ την περιέργειά μου… μπορεί να βρίσκεται στην έμπνευση, την αυτοέκφραση, το μεράκι. Το «όμορφο».
Κάθε περίοδος και κάθε στιγμή έχει διαφορετικό νόημα. Το νόημα δεν είναι το ίδιο όταν καλείσαι να παλέψεις για να επιβιώσεις και όταν η επιβίωση σου είναι δεδομένη. Το νόημά σου δεν είναι το ίδιο με το νόημά μου, και δεν είναι το ίδιο με το νόημα του παρελθοντικού σου εαυτού.
Κάποιες στιγμές δεν νιώθω την ανάγκη για νόημα. Αυτές είναι είτε στιγμές εσωτερικής αποξένωσης (στιγμές που έχω καταληφθεί από εθιστικές, ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές… στιγμές που παραδίδομαι στον αυτοματισμό και την επιφανειακότητα, αποστρέφοντας το βλέμμα μου από τα διψασμένα αιτήματα της ψυχής… στιγμές «λιγοψυχίας»), είτε στιγμές στις οποίες η ψυχή δεν αναζητάει νόημα επειδή βρίσκει ήδη τον εαυτό της βυθισμένο σε αυτό.
Συνάμα με το νόημα της κάθε πράξης, κάθε ένας από εμάς καλείται διαρκώς να παρέχει—συνειδητά ή ασυνείδητα—μια προσωπική απάντηση στο θεμελιώδες «γιατί»: Γιατί, τελικά, να ζω; Ποιο είναι το νόημα; Είναι εμφανές ότι η ζωή περιέχει πολύ πόνο… επομένως τί είναι αυτό που το κάνει να αξίζει να ζω μέσα σε αυτόν τον πόνο; Γιατί να συνεχίσω να αγωνίζομαι; Γιατί να σηκωθώ από το κρεββάτι; Ή, με τα λόγια του Άμλετ, στην πιο διάσημη ίσως πρόταση που έχει γραφεί στην αγγλική γλώσσα: “To be, or not to be, that is the question.”
Επιφανειακά, μπορεί να φαίνεται πως αυτό το ερώτημα μας τίθεται μόνο σποραδικά, εδώ κι εκεί, όταν βρισκόμαστε σε μια ιδιαίτερα στοχαστική διάθεση, ή όταν διανύουμε περιόδους μεγάλων δυσκολιών. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, το θεμελιώδες ερώτημα μας τίθεται—φωναχτά ή σιωπηλά, συνειδητά ή ασυνείδητα—κάθε ώρα και στιγμή. Το ίδιο το γεγονός ότι υπάρχουμε ως αυτοσυνείδητα όντα το καθιστά αναπόφευκτο. Αυτή η ερώτηση είναι σαν ένα όργανο του σώματός μας—ή, ίσως, σαν ένα αγέννητο παιδί—που διαρκώς κουβαλάμε μέσα μας, με το οποίο είμαστε διαρκώς συνδεδεμένοι και το οποίο καλούμαστε διαρκώς να τροφοδοτούμε.
Επιπλέον, αυτή η σχέση είναι αμφίδρομη: οι απαντήσεις που δίνουμε—η τροφή που παρέχουμε—στην ερώτηση αυτή, τόσο ρητά μέσα από τα πιστεύω και τις αντιλήψεις μας όσο και σιωπηλά μέσα από τις επιλογές και τις πράξεις μας, καθορίζουν με τη σειρά τους την ποιότητα της εμπειρίας μας. Όσο καλύτερες απαντήσεις ανακαλύπτουμε, όσο καλύτερα συνδεδεμένοι είμαστε με αυτές, όσο περισσότερο τις διατυπώνουμε με την πληρότητα της ύπαρξής μας, τόσο πιο ενεργητικοί και χαρούμενοι—τόσο πιο ζωντανοί!—είμαστε.
Οι άνθρωποι είναι ζώα που δημιουργούν νόημα: αναπνέουμε νόημα, και κολυμπάμε μέσα στο νόημα. Η διαρκής απάντησή μας στο θεμελιώδες ερώτημα—το νόημα που ανακαλύπτουμε και δημιουργούμε για τον εαυτό μας—αποτελεί μια διαρκή ροή ενέργειας που λειτουργεί ως σύνδεση με τον κόσμο και τον εαυτό μας… μια σύνδεση με αυτή τη ζωή που μας έχει δοθεί.
Ο λόγος που στους ανθρώπους υπάρχει ανάγκη—και επομένως και έλλειμμα—νοήματος… ο λόγος που υπάρχει η ίδια η έννοια «νόημα»… είναι οτι οι άνθρωποι, ζώντας εν πολλοίς στον συμβολικό κόσμο της γλώσσας, και της αυτοσυνειδησίας που προκύπτει από αυτόν, είμαστε από τη φύση μας αποσυνδεδεμένοι από την αμεσότητα της ύπαρξης. Η αυτοσυνειδησία έχει ως αποτέλεσμα ταυτόχρονα να υπάρχουμε, και να αντιλαμβανόμαστε την ίδια αυτή μας την υπαρξη—τον ίδιο μας τον εαυτό—σαν κάτι «άλλο» με το οποίο ερχόμαστε σε επαφή… κάτι από το οποίο έχουμε απόσταση και μπορούμε να παρατηρήσουμε και να κρίνουμε. Έχοντας καταβροχθίσει τον καρπό από το δέντρο «της γνώσης του καλού και του κακού», το νόημα δεν είναι κάτι με το οποίο είμαστε αυτομάτως και εγγενώς ταυτισμένοι, αλλά κάτι που καλούμαστε να ανακαλύψουμε και, συνάμα, να δημιουργήσουμε (και, επομένως, κάτι στο οποίο μπορούμε να εξαπατηθούμε… από τους άλλους ή και από τον ίδιο μας το εαυτό).
Η αυτοσυνειδησία, ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτή που δημιουργεί το έλλειμμα και την ανάγκη για νόημα… αλλά, την ίδια στιγμή, είναι και αυτή που δημιουργεί την δυνατότητα για νόημα: αν το νόημα ήταν κάτι με το οποίο ήμασταν αυτομάτως και εγγενώς ταυτισμένοι (αν δεν είχαμε βγει ποτέ από τη «ροή»), το νόημα για εμάς δεν θα υπήρχε. Από την άλλη, όσο το νόημα υπάρχει—όσο, δηλαδή, είμαστε αποκομμένοι από την αμεσότητα της ύπαρξης—έχουμε τη δυνατότητα της αναγνώρισης, κατανόησης και επανεφεύρεσης του εαυτού… της μεταμόρφωσης... της ενσυνείδητης αυτονομίας και αυτοποίησης. Είμαστε παγιδευμένοι στη γλώσσα—ερχόμενοι στον κόσμο βρίσκουμε τον εαυτό μας τυλιγμένο σε ένα πλέγμα προϋπαρχόντων, εξωγενών νοημάτων—αλλά μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα για να επανεφεύρουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας. Αυτή η αγωνιώδης πορεία της διαρκούς ανακάλυψης και, συνάμα, δημιουργίας νοήματος δεν είναι παρά η πορεία προς την υπαρξιακή ελευθερία.
Κάθε μας στιγμή ζητά—απαιτεί—νόημα! Ειδάλλως δεν υπάρχει σύνδεση με την ουσία της ύπαρξης. Το νόημα και η ουσία συμπίπτουν: το να έχει η στιγμή νόημα είναι να είσαι συνδεδεμένος με την ουσία, και το να είσαι συνδεδεμένος με την ουσία είναι να έχει η στιγμή νόημα.
Το νόημα είναι η συνειδητοποίηση της ουσίας. Είναι η πύλη μεταξύ του εγώ—της αυτοσυνείδησης που κατοικεί στον συμβολικό κόσμο της γλώσσας—και του άρρητου… του «απόλυτου»…
Η αναζήτηση του νοήματος είναι η ίδια η αναζήτηση της ιερότητας της ύπαρξης.