«Θέλω» και «Αποφασίζω»

Το να ρωτάς «γιατί θέλεις» ή «γιατί δεν θέλεις» προϋποθέτει ότι για να θες κάτι πρέπει να έχεις έναν λόγο, και να τον ξέρεις αυτόν τον λόγο. Όταν όμως έχεις έναν λόγο, αυτό θα πει ότι η θέληση αυτή δεν είναι ελεύθερη, πηγαία, αυθεντική, αλλά δέσμια της σκέψης… της λογικής ενός σταθερού αξιακού συστήματος ή ενός εγωικού (και, άρα, δευτερογενή) σκοπού… δηλαδή του χρόνου, της προσκόλλησης και της αποστροφής. Όταν θες πραγματικά κάτι, η απάντηση στο «γιατί» είναι «επειδή αυτό λαχτάρα η ψυχή μου… αυτό αναβλύζει από μέσα μου… αυτό ζητά από μένα ο θεός».

Το να αποφασίσεις τί θέλεις είναι να μην είσαι ελεύθερος. Όταν αποφασίζεις τί να κάνεις, δεν κάνεις αυτό που θες. Όταν κάνεις αυτό που αποφασίζεις δεν κάνεις αυτό που θες.


Αν ελέγχεις τη μοίρα σου, δεν ελέγχεις τη μοίρα σου. Αν δεν ελέγχεις τη μοίρα σου, ελέγχεις τη μοίρα σου.


Το να αποφασίζεις αν θα κάνεις μια σχέση με αυτόν ή τον άλλον άνθρωπο, ή αν θα ακολουθήσεις αυτό ή το άλλο επάγγελμα, ή αν πρέπει να κάνεις αυτό ή το άλλο… είναι σαν να παίζεις ζάρια.


Το να είσαι αυθεντικός σε κάθε στιγμή, να παραμένεις ανοιχτός στο απροσδόκητο που αναδύεται από τα σκοτεινά—άγνωστα και μη-γνώσιμα—βάθη της ψυχής σου, είναι να είσαι ο αφέντης της ζωής σου.

Τελειότητα και Σύνδεση

Η αναζήτηση της τελειότητας, και άρα η σύγκριση κάθε μοναδικής ιδιαιτερότητας με το νοητό πρότυπο της τελειότητας (αψεγάδιαστης συμμετρίας), μπαίνει ανάμεσα σε εσένα και τον κόσμο, σε εμποδίζει να τον δεις, να τον γνωρίσεις, να συνδεθείς μαζί του, να αναγνωρίσεις την ομορφιά του στην υπαρκτή της άπειρη πραγματικότητα (η τελειότητα ενέχει το τέλος, είναι ολοκληρωμένη, πεπερασμένη, νεκρή). 

Μπαίνει εξίσου ανάμεσα σε εσένα και στην σχέση σου με την υλική—τουλάχιστον—πλευρά του εαυτού σου: στην αποδοχή και τον εναγκαλισμό του εαυτού σου ως ένα ατελές, άρα και άπειρα ιδιαίτερο—ζωντανό—μέρος του κόσμου.

Αποσύνδεση και Επανασύνδεση με το Είναι

Το είναι, με την πηγαία του χαρά της ύπαρξης, είναι πρωταρχικό. 

Μετά έρχεται ο πόνος και η ευχαρίστηση.

Μετά έρχεται ο φόβος και η ελπίδα… η προσκόλληση και η αποστροφή.

Μέσα από αυτά τα τελευταία φυτρώνει η σκέψη... ή, καλύτερα, χτίζονται το ένα πάνω στο άλλο: ο φόβος και η ελπίδα δεν κατοικούν στο τώρα, κατοικούν στο πριν και το μετά… είναι, κατά κάποιον τρόπο, προϊόντα—αλλά και πηγές—της σκέψης, της ανάμνησης, του χρόνου.

Ίσως αυτά είναι που μας αποσχίζουν από την σύνδεση με την υπαρξη, την αυθεντικότητα, το είναι. Η προσκόλληση στην επιθυμία, τον φόβο, τον θυμό… οι προκαταλήψεις, οι γνώσεις, τα πρέπει, οι προτιμήσεις… είναι παιδιά του χρόνου. Σε απομονώνουν. Όσο κυριαρχούν πάνω στην προσοχή σου, δεν μπορείς να ακούσεις την φωνή της ζωής, της σύνδεσης, της αλήθειας, του θεού. Ο θεός σου μιλάει τώρα.

Ισως, για να επανασυνδεθούμε με το θεό, να πρέπει να βρούμε τον τρόπο να υπερβούμε, να υπερνικήσουμε, να υπερκεράσουμε τον φόβο και την ελπίδα.

Αλλά η επανασύνδεση με τον θεό, με την βαθύτερη ύπαρξη, είναι συνάμα και η λύση.

Προσαρμογή στην Αλλαγή

Όταν παθαίνεις ένα διάστρεμμα, μπορείς να στεναχωριέσαι που έχασες τις ικανότητες σου, δηλαδή να ζεις στο παρελθόν, στη σκέψη… ή μπορείς να αντιμετωπίζεις την καινούργια συνθήκη σαν ενα καινούργιο παιχνίδι μέσα στο οποίο βρίσκεσαι—«να προσαρμοστώ έτσι», «να πατήσω αλλιώς», «αυτό πονάει αυτό όχι»—δηλαδή να ζεις στο τώρα.

Έτσι και όταν αλλάζει κάτι στα υπάρχοντά σου: αν χαλάσει το κινητό σου, αν χάσεις το αγαπημένο σου ρούχο…


Έτσι και στις σχέσεις σου…


Έτσι και στα συναισθήματά σου… όταν βιώνεις την κατάθλιψη, ή όταν βιώνεις τον σπαραγμό ενός αποχωρισμού…


Έτσι και με το κακό στον κόσμο…


Τώρα αυτό, μετά κάτι άλλο…


Όλα αλλάζουν, η σύνδεση με την ύπαρξη παραμένει ως κοινός παρανομαστής.


Η σύνδεση με την ύπαρξη δεν σβήνει στον θάνατο, σβήνει κάθε φορά που αποσυνδέεσαι από αυτήν.


Μην προσπαθείς να κρατήσεις αυτό που πάντα αλλάζει. Με το να προσπαθείς να το κρατάς ίδιο, σταθερό…. η σύνδεση, η αμεσότητα, η μαγεία χάνεται. Μην προσπαθείς να επιστρέψεις στην προηγούμενη συνειδησιακή, συναισθηματική, προσωπική κατάσταση. Όταν αλλάζει, είτε προς το ευχάριστο είτε προς το δυσάρεστο, συνέχισε να εστιάζεις όλη σου την προσοχή—να κατοικείς, να υπάρχεις—στο διαρκώς μεταβαλλόμενο τώρα. Να αλληλεπιδράς με το αληθινό και όχι με το πλασματικό.


Κάθε στιγμή—κάθε προσωπική και κάθε συνειδησιακή κατάσταση—περνάει. Και κάθε νέα στιγμή περιέχει την προηγούμενη στην αναίρεσή της. Περιέχει την προηγούμενη στιγμή μαζί με την αναίρεσή της σε κάτι καινούργιο που περιέχει και τα δυο, τα συνδιάζει, αλλά και τα ξεπερνάει—την συμπεριλαμβάνει, την ακυρώνει και την υπερβαίνει… σαν ένα μόνιμα επαναλαμβανόμενο ξεδίπλωμα (ένα εξελισσόμενο fractality). Αν θες να παραμείνεις παρών, ζωντανός, δημιουργικός, συνδεδεμένος, αληθινός, πρέπει να διατηρήσεις μια ανοιχτή αποδοχή προς αυτή την ατέρμονη διαδικασία, αυτή τη συνεχή κίνηση… να συντονιστείς—να ταυτιστείς—μαζί της.

Αποφυγή του Θανάτου και Κεντρική Αξία

Εφόσον η ζωή ενός ανθρώπου είναι πεπερασμένη, η κεντρική του αξία, αυτή προς την οποία στρέφεται η δράση του και η οποία σε κάθε περίπτωση υπερβαίνει κάθε άλλη αξία, δεν δεν μπορεί να είναι η αποφυγή του θανάτου. Τουναντίον, όταν θεμελιώδης σκοπός της ζωής, σκοπός που υπερισχύει κάθε άλλου, γίνεται η  αποφυγή του θανάτου, τότε η ζωή γίνεται μάταιη.

Απόλυτος φόβος του θανάτου σημαίνει και απόλυτος φόβος της ζωής. Για να έχει νόημα η ζωή, πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον κάποια αξία ανώτερη της επιβίωσης… τουλάχιστον κάποια αξία για την οποία δέχεσαι ολόκαρδα να ριψοκινδυνέψεις—και για την οποία, αν ήταν να πεθάνεις, τη στιγμή του θανάτου δεν θα το μετανιώσεις.

Μην περιμένεις να σε βρει ο θάνατος, βγες έξω να τον συναντήσεις… και όταν έρθει η ώρα να τον ανταμώσεις, κάν’το με το χαμόγελο στα χείλη.


Ζήσε!

Ναρκισσισμός και Εαυτός

Ο νάρκισσος είναι ερωτευμένος με τον εαυτό του, αλλά δεν αγαπά τον εαυτό του. Αυτό συμβαίνει γιατί, αρκετά παραδόξως, ενώ είναι ερωτευμένος με τον εαυτό του, είναι αποξενωμένος από τον πραγματικό, ζωντανό του εαυτό. Είναι ερωτευμένος με την αυτοπροβολή του, όπως συμβαίνει στον νεανικό (και άρα αναγκαστικά ανώριμο) έρωτα με την πρώτη ματιά, όπου κάθε εραστής προβάλλει τις ανάγκες και τις επιθυμίες του πάνω στον άλλο και έτσι δεν καταφέρνει να δει τον άλλο όπως πραγματικά είναι.


Από πού προέρχεται, όμως, αυτή η προβολή; Προέρχεται από τις προσδοκίες των άλλων: ο νάρκισσος βλέπει, θαυμάζει και ερωτεύεται τον εαυτό του μέσα από τα μάτια των άλλων. Οι ανάγκες και οι επιθυμίες που προβάλλει πάνω στην ίδια του την αυτοεικόνα αντανακλούν τις αντιλήψεις του για τις ανάγκες και τις επιθυμίες των άλλων, και στη συνέχεια προσπαθεί να μετασχηματιστεί ο ίδιος σε αυτή την προβολή. Στην πορεία του προς το να γίνει αυτή η εξωτερικά προερχόμενη—και εξωτερικά επιβεβλημένη—εικόνα, και προς το να πείσει τον εαυτό του ότι όντως την ενσαρκώνει, αποκόβεται από τον πραγματικό, ζωντανό του εαυτό. Ο νάρκισσος είναι ερωτευμένος με τον εαυτό του αλλά δεν αγαπά τον εαυτό του, γιατί είναι ερωτευμένος με τον εαυτό του μέσα από τα εξωτερικά μάτια των άλλων και όχι μέσα από τα εσωτερικά μάτια της δικής του ψυχής.


Επιπλέον, ωστόσο, το να είμαι ερωτευμένος με κάποιον—και άρα το να είμαι ερωτευμένος με τις προβολές των δικών μου αναγκών και επιθυμιών πάνω του—σημαίνει πως, αντί να τον αγαπώ, αυτός ο κάποιος μου λείπει… σημαίνει πως τον έχω ανάγκη για να μπορώ να αισθανθώ πλήρης. Πέρα από το ότι δεν πρόκειται για σχέση με τον πραγματικό, ζωντανό άνθρωπο—και άρα δεν είναι «αληθινή σχέση» υπό αυτή την έννοια—είναι μια σχέση ανάγκης: υπογραμμίζεται από τη δυναμική του εθισμού. Τα εναλλασσόμενα συναισθηματικά ύψη και βάθη που χαρακτηρίζουν τον ερωτικό ενθουσιασμό εμφανίζονται στον ναρκισσισμό ως η εξωπραγματικά υψηλή αυτοεκτίμηση («είμαι τέλειος και οι άλλοι πρέπει να με λατρεύουν!») και η βαθιά ανασφάλεια από την οποία προσπαθεί να προφυλάξει το άτομο (και από την οποία πηγάζει).


Κατά συνέπεια, παρόλο που αρχικά εμφανίζεται και λειτουργεί ως μηχανισμός άμυνας, και παρόλο που έχει την όψη αγάπης του ατόμου προς τον εαυτό του, ο ναρκισσισμός είναι τελικά ανίκανος να ικανοποιήσει τις πραγματικές ανάγκες του ανθρώπου.

Άνθρωπος και Νόημα

Κάθε άνθρωπος, κάθε στιγμή, καλείται να αναζητήσει—συνειδητά ή ασυνείδητα—νόημα: το νόημα της κάθε επιλογής και της κάθε πράξης: γιατί να κάνω αυτό και όχι το άλλο;

Το νόημα μπορεί να είναι υλικό: επειδή πεινάω και θέλω να φάω, ή επειδή κρυώνω και θέλω να ζεσταθώ... μπορεί να βρίσκεται στις άμεσες βιολογικές ανάγκες, και την εξασφάλιση των συνθηκών επιβίωσης και περαιτέρω ανάπτυξης (και, άρα, περαιτέρω νοήματος). Το «ωφέλιμο».


Το νόημα μπορεί να είναι κοινωνικό: επειδή μου αρέσει η συντροφιά, η αναγνώριση, η παρέα, η συνδιαλλαγή καθεαυτή... μπορεί να βρίσκεται στην αναγνώριση και την εξερεύνηση του κοινού εαυτού. Το «δίκαιο».


Το νόημα μπορεί να είναι δημιουργικό: επειδή μου αρεσει να παίζω, να ζωγραφίζω, να κινούμαι, να παρατηρώ, να περιεργάζομαι, να ικανοποιώ την περιέργειά μου… μπορεί να βρίσκεται στην έμπνευση, την αυτοέκφραση, το μεράκι. Το «όμορφο».


Κάθε περίοδος και κάθε στιγμή έχει διαφορετικό νόημα. Το νόημα δεν είναι το ίδιο όταν καλείσαι να παλέψεις για να επιβιώσεις και όταν η επιβίωση σου είναι δεδομένη. Το νόημά σου δεν είναι το ίδιο με το νόημά μου, και δεν είναι το ίδιο με το νόημα του παρελθοντικού σου εαυτού.


Κάποιες στιγμές δεν νιώθω την ανάγκη για νόημα. Αυτές είναι είτε στιγμές εσωτερικής αποξένωσης (στιγμές που έχω καταληφθεί από εθιστικές, ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές… στιγμές που παραδίδομαι στον αυτοματισμό και την επιφανειακότητα, αποστρέφοντας το βλέμμα μου από τα διψασμένα αιτήματα της ψυχής… στιγμές «λιγοψυχίας»), είτε στιγμές στις οποίες η ψυχή δεν αναζητάει νόημα επειδή βρίσκει ήδη τον εαυτό της βυθισμένο σε αυτό.


Συνάμα με το νόημα της κάθε πράξης, κάθε ένας από εμάς καλείται διαρκώς να παρέχει—συνειδητά ή ασυνείδητα—μια προσωπική απάντηση στο θεμελιώδες «γιατί»: Γιατί, τελικά, να ζω; Ποιο είναι το νόημα; Είναι εμφανές ότι η ζωή περιέχει πολύ πόνο… επομένως τί είναι αυτό που το κάνει να αξίζει να ζω μέσα σε αυτόν τον πόνο; Γιατί να συνεχίσω να αγωνίζομαι; Γιατί να σηκωθώ από το κρεββάτι; Ή, με τα λόγια του Άμλετ, στην πιο διάσημη ίσως πρόταση που έχει γραφεί στην αγγλική γλώσσα: “To be, or not to be, that is the question.”


Επιφανειακά, μπορεί να φαίνεται πως αυτό το ερώτημα μας τίθεται μόνο σποραδικά, εδώ κι εκεί, όταν βρισκόμαστε σε μια ιδιαίτερα στοχαστική διάθεση, ή όταν διανύουμε περιόδους μεγάλων δυσκολιών. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, το θεμελιώδες ερώτημα μας τίθεται—φωναχτά ή σιωπηλά, συνειδητά ή ασυνείδητα—κάθε ώρα και στιγμή. Το ίδιο το γεγονός ότι υπάρχουμε ως αυτοσυνείδητα όντα το καθιστά αναπόφευκτο. Αυτή η ερώτηση είναι σαν ένα όργανο του σώματός μας—ή, ίσως, σαν ένα αγέννητο παιδί—που διαρκώς κουβαλάμε μέσα μας, με το οποίο είμαστε διαρκώς συνδεδεμένοι και το οποίο καλούμαστε διαρκώς να τροφοδοτούμε.


Επιπλέον, αυτή η σχέση είναι αμφίδρομη: οι απαντήσεις που δίνουμε—η τροφή που παρέχουμε—στην ερώτηση αυτή, τόσο ρητά μέσα από τα πιστεύω και τις αντιλήψεις μας όσο και σιωπηλά μέσα από τις επιλογές και τις πράξεις μας, καθορίζουν με τη σειρά τους την ποιότητα της εμπειρίας μας. Όσο καλύτερες απαντήσεις ανακαλύπτουμε, όσο καλύτερα συνδεδεμένοι είμαστε με αυτές, όσο περισσότερο τις διατυπώνουμε με την πληρότητα της ύπαρξής μας, τόσο πιο ενεργητικοί και χαρούμενοι—τόσο πιο ζωντανοί!—είμαστε.


Οι άνθρωποι είναι ζώα που δημιουργούν νόημα: αναπνέουμε νόημα, και κολυμπάμε μέσα στο νόημα. Η διαρκής απάντησή μας στο θεμελιώδες ερώτημα—το νόημα που ανακαλύπτουμε και δημιουργούμε για τον εαυτό μας—αποτελεί μια διαρκή ροή ενέργειας που λειτουργεί ως σύνδεση με τον κόσμο και τον εαυτό μας… μια σύνδεση με αυτή τη ζωή που μας έχει δοθεί.


Ο λόγος που στους ανθρώπους υπάρχει ανάγκη—και επομένως και έλλειμμα—νοήματος… ο λόγος που υπάρχει η ίδια η έννοια «νόημα»… είναι οτι οι άνθρωποι, ζώντας εν πολλοίς στον συμβολικό κόσμο της γλώσσας, και της αυτοσυνειδησίας που προκύπτει από αυτόν, είμαστε από τη φύση μας αποσυνδεδεμένοι από την αμεσότητα της ύπαρξης. Η αυτοσυνειδησία έχει ως αποτέλεσμα ταυτόχρονα να υπάρχουμε, και να αντιλαμβανόμαστε την ίδια αυτή μας την υπαρξη—τον ίδιο μας τον εαυτό—σαν κάτι «άλλο» με το οποίο ερχόμαστε σε επαφή… κάτι από το οποίο έχουμε απόσταση και μπορούμε να παρατηρήσουμε και να κρίνουμε. Έχοντας καταβροχθίσει τον καρπό από το δέντρο «της γνώσης του καλού και του κακού», το νόημα δεν είναι κάτι με το οποίο είμαστε αυτομάτως και εγγενώς ταυτισμένοι, αλλά κάτι που καλούμαστε να ανακαλύψουμε και, συνάμα, να δημιουργήσουμε (και, επομένως, κάτι στο οποίο μπορούμε να εξαπατηθούμε… από τους άλλους ή και από τον ίδιο μας το εαυτό).


Η αυτοσυνειδησία, ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτή που δημιουργεί το έλλειμμα και την ανάγκη για νόημα… αλλά, την ίδια στιγμή, είναι και αυτή που δημιουργεί την δυνατότητα για νόημα: αν το νόημα ήταν κάτι με το οποίο ήμασταν αυτομάτως και εγγενώς ταυτισμένοι (αν δεν είχαμε βγει ποτέ από τη «ροή»), το νόημα για εμάς δεν θα υπήρχε. Από την άλλη, όσο το νόημα υπάρχει—όσο, δηλαδή, είμαστε αποκομμένοι από την αμεσότητα της ύπαρξης—έχουμε τη δυνατότητα της αναγνώρισης, κατανόησης και επανεφεύρεσης του εαυτού… της μεταμόρφωσης... της ενσυνείδητης αυτονομίας και αυτοποίησης. Είμαστε παγιδευμένοι στη γλώσσα—ερχόμενοι στον κόσμο βρίσκουμε τον εαυτό μας τυλιγμένο σε ένα πλέγμα προϋπαρχόντων, εξωγενών νοημάτων—αλλά μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα για να επανεφεύρουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας. Αυτή η αγωνιώδης πορεία της διαρκούς ανακάλυψης και, συνάμα, δημιουργίας νοήματος δεν είναι παρά η πορεία προς την υπαρξιακή ελευθερία.


Κάθε μας στιγμή ζητά—απαιτεί—νόημα! Ειδάλλως δεν υπάρχει σύνδεση με την ουσία της ύπαρξης. Το νόημα και η ουσία συμπίπτουν: το να έχει η στιγμή νόημα είναι να είσαι συνδεδεμένος με την ουσία, και το να είσαι συνδεδεμένος με την ουσία είναι να έχει η στιγμή νόημα.


Το νόημα είναι η συνειδητοποίηση της ουσίας. Είναι η πύλη μεταξύ του εγώ—της αυτοσυνείδησης που κατοικεί στον συμβολικό κόσμο της γλώσσας—και του άρρητου… του «απόλυτου»…


Η αναζήτηση του νοήματος είναι η ίδια η αναζήτηση της ιερότητας της ύπαρξης.

Υπερηφάνεια και Ευγνωμοσύνη

Όσο περισσότερο πλησιάζει κανείς την αυθεντικότητα, όσο περισσότερο καθοδηγείται από ενδογενή και όχι εξωγενή κίνητρα, όσο περισσότερο αφήνεται να εκφράσει αυτό που βγαίνει από μέσα του, όσο περισσότερο μετατρέπεται σε μέσο έκφρασης της ίδιας της ζωής που ρέει μέσα του, τόσο περισσότερο το συναίσθημα της περηφάνειας ενώνεται με—ή, ίσως, διαλύεται μέσα σε—αυτό της ευγνωμοσύνης.


Όταν γράφω ένα άρθρο όχι επειδή επιδιώκω κάποιο αποτέλεσμα—ακόμα και αν το αποτέλεσμα αυτό είναι αλτρουιστικό, πχ επειδή θέλω να μοιραστώ τις γνώσεις για να βοηθήσω τους γύρω μου—αλλά επειδή, χωρίς να το σκοπεύω, αναβλύζουν ξαφνικά σκέψεις από μέσα μου και ζητούν από εμένα να τις εκφράσω, τότε για έναν εξωτερικό παρατηρητή αυτές οι σκέψεις φαίνεται να είναι δικές μου, αλλά για εμένα οι σκέψεις αυτές μου δίνονται. Αν, και στο βαθμό που, οι σκέψεις αυτές είναι όντως αξιόλογες, όσο βλέπω τον εαυτό μου από έξω νιώθω περηφάνεια για αυτές, όσο όμως τον βιώνω από μέσα νιώθω ευγνωμοσύνη.


Το ίδιο συμβαίνει με όλες τις πράξεις: αν φτιάξω ένα έργο τέχνης όχι για κάποιον σκοπό—επειδή θέλω να κερδίσω κάτι—αλλά επειδή η ανάγκη που αναβλύζει από μέσα μου με καταλαμβάνει, τότε, το έργο τέχνης αυτό, για την σχέση μου με τους γύρω μου μπορεί να αποκτά χαρακτήρα υπερηφάνειας, για την απευθείας σχέση της υποκειμενικότητάς μου με τον εαυτό μου και με τον κόσμο, ωστόσο, έχει χαρακτήρα ευγνωμοσύνης.


Ίσως να μπορούσε κανείς να πει ότι, στην κατάσταση της αυθεντικότητας, η ευγνωμοσύνη είναι η εσωτερική όψη της περηφάνειας.

Plato on the Written Word

The story goes that king Thamus said many things to god Thoth in praise or blame of the various arts, which it would take too long to repeat; but when they came to the letters…

“This invention, O king,” said Thoth, “will make the Egyptians wiser and will improve their memories; for it is an elixir of memory and wisdom that I have discovered.”

But Thamus replied, “Most ingenious Thoth, one man has the ability to create arts, but it’s another man who has the ability to judge of their usefulness or harmfulness to their future users… And now you, who are the father of letters, have been led by your affection to ascribe to them a power the opposite of that which they really possess. For this invention will produce forgetfulness in the minds of those who learn to use it, because they will not practice their memory. Their trust in writing, produced by external characters which are no part of themselves, will discourage the use of their own memory within them. You have invented an elixir not of memory, but of reminding… and you offer your pupils the appearance of wisdom, not true wisdom… for they will read many things without instruction and will therefore seem to know many things, when they are for the most part ignorant and hard to get along with, since they are not wise, but only appear wise.”

[…]

They used to say, my friend, that the words of the oak in the holy place of Zeus at Dodona were the first prophetic utterances. The people of that time, not being so wise as you young folks, were content in their simplicity to hear an oak or a rock, provided only it spoke the truth… But to you, perhaps, it makes a difference who the speaker is and where he comes from, for you do not consider only whether his words are true or not.


He who thinks, then, that he has left behind him any art in writing, and he who receives it in the belief that anything in writing will be clear and certain, would be an utterly simple person, and in truth ignorant of the prophecy of Thamus, if he thinks written words are of any use except to remind him who already knows the matter about which they are written.


Writing, Phaedrus, has this strange quality, and is very much like painting—for the creatures of painting stand like living beings, but if one asks them a question, they preserve a solemn silence. And so it is with written words: you might think they spoke as if they had intelligence, but if you question them, wishing to know about their sayings, they always say only one and the same thing. And every word, once it has been written, is bandied about alike among those who understand and those who have no interest in it, and it knows not to whom to speak or not to speak… And when ill-treated or unjustly reviled it always needs its father to help it… for it has no power to protect or help itself.


~ Plato