Νόημα: το ανακαλύπτουμε ή το δημιουργούμε?

Το νόημα είναι κάτι που ανακαλύπτουμε ή κάτι που δημιουργούμε?

Το νόημα των πραγμάτων, του κόσμου, της ζωής, είναι κάτι που προϋπάρχει ή μήπως είναι μια δική μας εφεύρεση?


Η σοφία—η αλήθεια—είναι «αντικειμενική» ή «υποκειμενική»?



Ερωτήματα που, την μια ή την άλλη στιγμή της ζωής μας, μπορεί να μας έχουν απασχολήσει όλους. Και είναι σημαντικά ερωτήματα, επειδή η απάντηση που τους δίνεις έχει τη δύναμη να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεις τη ζωή. Παρακάτω θα προσπαθήσω να περιγράψω μερικές συνειδητοποιήσεις περί του νοήματος που σε εμένα προσωπικά άλλαξαν—και συνεχίζουν να αλλάζουν—τον τρόπο με τον οποίο βλέπω τον κόσμο και τον εαυτό μου μέσα σε αυτόν…



Το νόημα πάντα απαιτεί έναν νου, δηλαδή έναν παρατηρητή που να μπορεί να αντιλαμβάνεται. Η ίδια η λέξη «νόημα» προέρχεται από το «νοῦς», που πρωτοεμφανίζεται στον Όμηρο ως «νόος» και υποδήλωνε αυτό που αντιλαμβάνεται, αυτό που προσέχει, αυτό που σκέφτεται. Κάτι αντίστοιχο συναντάμε και στον αγγλικό όρο «wisdom», που προέρχεται απο την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd-, που σημαίνει «βλέπω».


Δεν υφίσταται, λοιπόν, νόημα χωρίς έναν νου, χωρίς μια συνείδηση, χωρίς έναν παρατηρητή. Και, ταυτόχρονα δεν υφίσταται νόημα χωρίς να υπάρχει «κάτι άλλο» που να βλέπει αυτός ο νους. Το νόημα είναι αποτέλεσμα της συνάντησης νου και κόσμου… άρα είναι κάτι εγγενώς σχεσιακό.


Ίσως να είναι δύσκολο να συλλάβουμε την έννοια της σχεσιακότητας, επειδή αυτό απαιτεί μια θεμελιώδη αλλαγή στο πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και τον εαυτό μας…


Ότι το νόημα είναι σχεσιακό πάει να πει πως ούτε είναι κάτι που ανακαλύπτουμε (που θα σήμαινε πως το νόημα απλά υπάρχει από μόνο του «εκεί έξω») ούτε κάτι που δημιουργούμε (που θα σήμαινε πως το νόημα είναι εξολοκλήρου μια εφεύρεση του νου). Ούτε είναι καθαρά αντικειμενικό, ούτε καθαρά υποκειμενικό. Το νόημα κατοικεί στην σχέση του κόσμου και του παρατηρητή… στο «μεταξύ».


Έτσι, λοιπόν, το νόημα εξαρτάται και απο τον κόσμο και τον παρατηρητή. Ένας κόσμος χωρίς έναν παρατηρητή να τον παρατηρήσει δεν θα μπορούσε να έχει νόημα. Αντίστοιχα, ένας παρατηρητής από μόνος του, χωρίς κάτι που να μπορεί να παρατηρήσει… χωρίς, δηλαδή, να συνδέεται με κάτι «άλλο», κάτι εκτός του δικού του ελέγχου… δεν θα μπορούσε να παράξει νόημα.


Όμως ταυτόχρονα, ο παρατηρητής είναι και ο ίδιος μέρος του κόσμου (όπως είχε πει ο Χάιντεγκερ: «Εγώ είμαι το ον του οποίου η υπαρξη τίθεται υπό διερώτηση»). Δεν είναι δυνατόν να χωρίσεις τον εαυτό σου από τον κόσμο του οποίου το νόημα αναζητείς. Επομένως, η ίδια διαδικασία που πρέπει να λάβει χώρα μεταξύ του παρατηρητή και του εξωτερικού κόσμου, πρέπει να λάβει χώρα και μεταξύ του παρατηρητή και του εαυτού του.


Αυτό πάει να πει πως το νόημα απαιτεί όχι μόνο μια συνείδηση, αλλά μια συνείδηση που συνειδητοποιεί τον εαυτό της. Που μπορεί, δηλαδή, να παρατηρήσει τον ίδιο της τον εαυτό ως κάτι «άλλο» (ως κάτι που έχει απέναντί της και κοιτάζει). Μια συνείδηση που έχει σχέση «εγώ-εσύ» με τον κόσμο και, συνάμα, σχέση «εγώ-εσύ» με τον εαυτό της. Απαιτεί, δηλαδή, αυτοσυνειδητότητα: όχι μόνο συνείδηση, αλλά και σκέψη. Χωρίς μια συνείδηση που συνειδητοποιεί τον εαυτό της, δεν μπορεί να υπάρξει σοφία.


Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος: «Ο λόγος του φυσικού φιλοσόφου Στράτωνα αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει καθόλου αίσθηση χωρίς νόηση: διότι συχνά, γράμματα που περνούν μπροστά από την όρασή μας ή λόγια που φτάνουν στα αυτιά μας, ξεφεύγουν από την προσοχή μας και μας διαφεύγουν, όταν ο νους μας είναι στραμμένος αλλού. Έπειτα, αν ο νους επανέλθει, τότε ανακαλεί, διατρέχει και παρατηρεί κάθε τι που είχε παραβλέψει. Εξ’ου και η ρύση: «νοῦς ὁρῇ καὶ νοῦς ἀκούει, τἄλλα κωφὰ καὶ τυφλά», για να δείξει ότι η λειτουργία των ματιών και των αυτιών, αν δεν παρίσταται η νόηση, δεν παράγει καμία αίσθηση.»


Τέλος, αφού το νόημα απορρέει και από τον κόσμο και από εσένα, και αφού και ο κόσμος και εσύ βρίσκεστε σε μια μόνιμη διαδικασία αλλαγής, ανάπτυξης, εξέλιξης… αφού και τα δυο αυτά δεν είναι κάτι στατικό, αλλά είναι διαδικασίες… το νόημα και αυτό δεν μπορεί να είναι κάτι στατικό… είναι κάτι που πρέπει να αλλάζει… να εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου.


Αυτή η δυναμικότητα του νοήματος βασίζεται ακριβώς στην ιδιαιτερότητά του να είναι κάτι σχεσιακό, γεγονός που του προσδίδει μια τριαδικότητα.


Το νόημα αποτελείται από τρία στοιχεία:


Το πρώτο είναι το «άλλο». Η ασύλληπτη πολυπλοκότητα, ιδιαιτερότητα και ομορφιά του κόσμου. Το ανεξήγητο γεγονός ότι «υπάρχει κάτι». Αυτό που παρατηρούμε. Η αίσθηση ότι αυτό που μας περιτριγυρίζει είναι, στη βάση του, μαγικό… η αίσθηση ότι κατοικούμε μέσα στο θεϊκό… ότι είμαστε κομμάτι κάτι ανώτερου.


Το δεύτερο είναι το «άμεσο». Το «υπάρχω». Το γεγονός της απλής άμεσης συνείδησης… της απόλυτα αφηρημένης υποκειμενικότητας… το «είναι». Το ανεξήγητο γεγονός ότι «υπάρχει κάτι», αλλά αυτή τη φορά όχι ως αυτό που παρατηρούμε, αλλά αυτό δια του οποίου παρατηρούμε. Η αίσθηση ότι αυτό που αναβλύζει από μέσα μας είναι, στη βάση του, μαγικό… η αίσθηση ότι το θεϊκό κατοικεί και εκφράζεται από μέσα μας… ότι το ανώτερο είναι κομμάτι μας.


Και, τέλος, το τρίτο είναι η ένωση των δυο αυτών πόλων… το «μεταξύ». Η ίδια τη σχέση καθαυτή, με την αέναη δυναμικότητά της. Το σημείο που οι δυο πόλοι—το «άλλο» και το «άμεσο»—ενώνονται, με αποτέλεσμα να ρέει από μέσα τους ηλεκτρισμός. Η σύνδεση είναι αυτό που δημιουργεί την αλλαγή… αυτό που σπάει την απομόνωση των δυο πόλων και τους επιτρέπει, από αποκομμένοι και στατικοί, να ενεργοποιηθούν… να ζωντανέψουν… να συναποτελέσουν μια δυναμική διαδικασία. Η σύνδεση—η συνάντηση—είναι αυτό που δημιουργεί την αυτοσυνειδητότητα, αυτό που ανάβει το φως του πνεύματος. Είναι το σημείο που το ποτάμι διαχέεται στη θάλασσα… όπου το ποτάμι και η θάλασσα δεν είναι ούτε διαφορετικά ούτε ένα… παρά συντελούν μια αέναη δίνη.


Το νόημα είναι μια διαδικασία, κάτι ζωντανό… κάτι που διαρκώς ξεδιπλώνεται…


…και αυτό κάνει τον κόσμο άπειρα ενδιαφέρον για οποιονδήποτε έχει την όρεξη να τον εξερευνήσει!