Ο φυσικός κόσμος υπόκειται στους φυσικούς νόμους. Η λογική σκέψη είναι κομμάτι αυτής της νομοτέλειας του φυσικού κόσμου: υπόκειται στους νόμους της λογικής, των μαθηματικών. Η σκέψη εν γένει, εκτός απο τους νόμους της λογικής, υπόκειται και στους νόμους της ψυχολογίας, δηλαδή τις λογικές πλάνες που επηρεάζονται και διαμορφώνονται από τις εμπειρίες: τους φόβους, τα τραύματα, τις αντιλήψεις, τον ιδεολογικό προγραμματισμό—με μια λέξη, ας πουμε, την κοσμοθεωρία του κάθε ανθρώπου. Επομένως, όταν χρησιμοποιείς την σκέψη για να επιλέξεις τί θες, η θέλησή σου δεν είναι ελεύθερη αλλά δέσμια της φυσικής νομοτέλειας.
Ωστόσο υπάρχουν πράγματα εκτός—ή μάλλον υπεράνω—αυτής της φυσικής νομοτέλειας: η ίδια η ύπαρξη του φυσικού κόσμου, οπως και η ύπαρξη της συνείδησης, δεν μπορούν να εξαχθούν από την φυσική νομοτέλεια. Αποτελούν κυριολεκτικά θαύματα. Το οτι υπάρχει ο κόσμος είναι ένα συνεχόμενο θαύμα, το οτι υπάρχουμε εμείς και οι αισθήσεις μας είναι ένα συνεχόμενο θαύμα, και το οτι, ανάμεσα σε όλες τις υπόλοιπες φωνές (της λογικής, των εμπειριών, του κοινωνικού προγραμματισμού), υπάρχει και μια ζωηρή—ζωογόνος και δημιουργική—φωνή μέσα μας είναι ένα συνεχόμενο θαύμα.
Η θέληση είναι ελεύθερη όταν ακολουθείς όχι την σκέψη, αλλά αυτό που είναι ζωντανό μέσα σου. Η ελευθερία δεν έρχεται με την πράξη της επιλογής, αλλά με το να μάθεις να διακρίνεις, να αφουγκράζεσαι, και να υπηρετείς το διαρκές θαύμα μέσα σου. Αυτή είναι μια μάθηση που είναι ταυτόχρονα και το αντίθετο της μάθησης. Είναι μια προσπάθεια που είναι ταυτόχρονα και αβίαστη. Μια πράξη που είναι ταυτόχρονα και απραξία. Κατ' αντιστοιχίαν, η βαθύτερη σημασία της αλήθειας είναι η άρση της λήθης: είναι η ανάμνηση—η επαναφορά στη μνήμη—του ατέρμονου θαύματος στο οποίο στηρίζεται η πραγματικότητα. Επομένως, τουλάχιστον υπό μια σημαντική έννοια, η αλήθεια δεν περιμένει να την ανακαλύψουμε στην εξωτερική πραγματικότητα. Περιμένει να την ανακαλύψουμε—να ξεσκεπάσουμε αυτό που έχει καλυφθεί—μέσα μας. Έτσι και η ελευθερία δεν κρύβεται στην πράξη της επιλογής, αλλά σε αυτή της αφιέρωσης.