Δεν υπάρχει σωστή και λάθος στάση!
Και είναι σημαντικό να καταλάβουμε γιατί…
Η στάση δεν εξαρτάται μόνο από μηχανικούς παράγοντες (το γενετικό υλικό, τη στάση του εμβρύου στη μήτρα, την σκελετική μορφή, τις μυϊκές βραχύνσεις, κοκ), αλλά καθορίζεται θεμελιωδώς από την ψυχική κατάσταση του υποκειμένου.
Ο βασικός παράγοντας που καθορίζει την στάση είναι ο μυϊκός τόνος: ο βαθμός νευρικής ενεργοποίησης του κάθε μυ σε κατάσταση ηρεμίας. Αυτός ο μυϊκός τόνος, ωστόσο, καθορίζεται σε κεντρικό βαθμό από ψυχικούς και όχι μηχανικούς παράγοντες: όταν είμαι αγχωμένος, η άνω μοίρα του τραπεζοειδή έχει αυξημένο μυικό τόνο (γι’αυτό και το χρόνιο άγχος συνδέεται με αυχενικά προβλήματα).
Και, όπως η ψυχική κατάσταση του καθένα από εμάς, η στάση δεν διαφέρει μόνο από άτομο σε άτομο, αλλά διαφέρει και στο ίδιο άτομο από στιγμή σε στιγμή: άλλη στάση έχω όταν είμαι κουρασμένος και άλλη όταν είμαι ξεκούραστος, άλλη όταν είμαι αγχωμένος και άλλη όταν είμαι ήρεμος, άλλη όταν είμαι θυμωμένος ή όταν είμαι γαλήνιος, άλλη όταν φοβάμαι, άλλη όταν ντρέπομαι, όταν είμαι γεμάτος αυτοπεποίθηση, όταν είμαι χαρούμενος, όταν είμαι καταθλιπτικός. Η φυσική στάση του κάθε ανθρώπου την κάθε χρονική στιγμή αποτελεί θεμελιώδη έκφραση του ψυχισμού του (ο αγαπητός Βιτγκενστάιν, ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του εικοστού αιώνα, είχε παρατηρήσει ότι το ανθρώπινο σώμα είναι η καλύτερη εικόνα που έχουμε για την ανθρώπινη ψυχή).
Επομένως, οι έννοιες «καλή» και «κακή» στάση, δηλαδή το να κρίνω ένα συγκεκριμένο εύρος στάσεων ως καλές και όλες τις υπόλοιπες ως κακές, αποτελούν ηθική αξιολόγηση (όπως λέμε «καλή» και «κακή» πράξη, ή «καλός» και «κακός» άνθρωπος). Κατ’ουσίαν περιέχουν κρυμμένες ηθικές αξίες: είναι καλό ένα παιδί που έχει υψηλή αυτοπεποίθηση και κακό ένα παιδί που έχει χαμηλή αυτοπεποίθηση. Αυτό απορρέει από το γεγονός ότι η ψυχική υγεία αποτελεί ταμπού για την κοινωνία στην οποία ζούμε: το να είσαι καλά αποτελεί ηθική επιταγή και αν δεν είσαι πρέπει να το κρύβεις φορώντας ένα ψεύτικο χαμόγελο όποτε σε ρωτάνε «τί κάνεις;». Το πρότυπο στο οποίο οφείλει ο κάθε ένας από εμάς να μοιάζει είναι ο Captain America.
Στην βάση της, η λογική της «ορθοσωμίας» στον χώρο της άσκησης και της φυσιοθεραπείας είναι η λογική του ψεύτικου χαμόγελου: να μάθει ο ασκούμενος να στέκεται σωστά (η ίδια η έννοια «ορθοσωμία» βασίζεται στην αντίληψη ότι υπάρχει σωστή και λανθασμένη στάση). Να μάθει κανείς να, αντιστέκεται, να πολεμάει, να νικήσει αυτό που βγαίνει από μέσα του. Είναι το “εγώ” εναντίον του ασυνείδητου. Οι εξωγενείς κοινωνικές αξίες εναντίον της φύσης.
Ωστόσο, όπως είχε εύστοχα παρατηρήσει ο φίλτατος Francis Bacon: “Nature is often hidden, sometimes overcome, seldom extinguished.” Με την παραδοσιακή λογική της ορθοσωμίας—την λογική του να ενδυναμώσουμε τους ανταγωνιστές μύες και στη συνέχεια, μέσω παραινέσεων, υπενθυμίσεων και συμπεριφορικών παρεμβάσεων, να εγκαθιδρύσουμε και να ενισχύσουμε τη συνήθεια «να καθόμαστε ίσια»—αυξάνουμε τα χρόνια ενδογενή φορτία του σώματος. Για παράδειγμα, αν λόγω χρόνιου άγχους έχω υπερτονική άνω μοίρα του τραπεζοειδή και ως παρέμβαση προσπαθώ να κάθομαι σωστά ενεργοποιώντας ενσυνείδητα την κάτω μοίρα του τραπεζοειδή, τα συνολικά φορτία πάνω στην σπονδυλική στήλη (από όπου εκφύεται ο τραπεζοειδής) θα αυξηθούν (εδώ κάποιος μπορεί να εκφράσει την ένσταση οτι, ενεργοποιώντας την κάτω μοίρα, η άνω μοίρα αναχαιτίζεται μέσω του μηχανισμού reciprocal inhibition των νωτιαίων αντανακλαστικών… ωστόσο οφείλει να αναρωτηθεί αν η αναχαίτιση του ψυχογενούς κεντρικού σήματος που παράγει τον μυικό τόνο είναι ολική ή μόνο μερική). Η κοινή λογική επιτάσσει ότι σε βάθος χρόνου το μόνιμα αυξημένο αυτό φορτίο θα προδιαθέτει σε τραυματισμούς υπέρχρησης, ειδικά όταν ασκείται στις συγκριτικά ευαίσθητες δομές της σπονδυλικής στήλης.
Εξίσου σημαντικό είναι να αναλογιστούμε τί μπορεί να σημαίνει η προσέγγιση της ορθοσωμίας για την ψυχική και την κοινωνική υγεία του ανθρώπου.
Παραπάνω έγινε ήδη μια σύντομη αναφορά στην κοινωνική πτυχή: υποδύομαι μια ψεύτικη εικόνα για να αλληλεπιδράσω με τους γύρω μου. Δεν τους αφήνω να δουν ποιος πραγματικά είμαι. Μέσα από αυτό μπορεί να κερδίζω κοινωνική αποδοχή, αλλά η αποδοχή αυτή, οι φιλοφρονήσεις και τα συναισθήματα των γύρω μου, δεν απευθύνονται πραγματικά σε εμένα αλλά στην ψευδή εικόνα που καλλιεργώ και προβάλλω προς τα έξω. Χρησιμοποιώ αυτή την μάσκα για να κερδίσω την συντροφικότητα που έχουμε όλοι μας ανάγκη, αλλά πίσω από την μάσκα παραμένω μόνος.
Ψυχικά βασίζεται στην δημιουργία ενοχικότητας («δεν είμαι αρκετά καλός») και εσωτερικής σύγκρουσης («πρέπει να νικήσω αυτό που βγαίνει από μέσα μου»… η ψυχική αυτή αμφιθυμία βρίσκει την σωματική της εκδήλωση στην αύξηση των ενδογενών μηχανικών φορτίσεων), δηλαδή στην μη-αποδοχή του εαυτού, που δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην εσωτερική αποξένωση του υποκειμένου από τα συναισθήματα και τον βαθύτερό του εαυτό, και ακόμα και στην αποσύνδεσή του από το ίδιο του το σώμα: η, καλή ή κακή, στάση μου είναι κάτι που «έχω» (και που χρησιμοποιώ στην αλληλεπίδρασή μου με τους γύρω μου) όχι κάτι που «είμαι». Είναι ένα περιουσιακό αντικείμενο και όχι μια πηγαία έκφραση του ψυχισμού μου, η άρρηκτη ενότητα ψυχής και σώματος. Με δυο λόγια, η βασική λογική της «ορθοσωμίας» ενισχύει την ήδη υπάρχουσα εσωτερική αλλοτρίωση που βιώνουμε όλοι στη σύγχρονη κοινωνία: τα συναισθήματα, το ασυνείδητο, ο βαθύτερος εαυτός, το ίδιο μας το σώμα είναι κάτι ξένο από εμάς και πρέπει να του επιβληθούμε.
Ωστόσο υπάρχει μια εναλλακτική προσέγγιση της στάσης, μέσω της οποίας ο γυμναστής και ο φυσιοθεραπευτής μπορούν να συμβάλλουν θετικά προς την σωματική, κοινωνική και ψυχική υγεία του ανθρώπου.
Η στάση του κάθε ένα από εμάς είναι απόρροια πολυετών ψυχικών διεργασιών (που συνήθως έχουν την κεντρική πηγή τους στα παιδικά μας χρόνια) και είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι οι ψυχικές αυτές διεργασίες έχουν πρωτεύον ρόλο. Είναι ωστόσο σημαντικό και να κατανοήσουμε ότι έχουν ως μακροχρόνιο αποτέλεσμα τη δημιουργία μηχανικών περιορισμών στους οποίους, ως επιστήμονες της κίνησης, μπορούμε να παρέμβουμε ουσιαστικά. Αν λόγω χρόνιου άγχους έχω υπερτονικότητα στην άνω μοίρα του τραπεζοειδή, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα και την χρόνια αναχαίτιση της κάτω μοίρας (μέσω του προαναφερθέντος νωτιαίου αντανακλαστικού) και αυτό έχει πλαστικές επιδράσεις: ο ασκούμενος ενδέχεται να μην μπορεί να ενεργοποιήσει την κάτω μοίρα ακόμα και όταν προσπαθεί (έχει χαθεί το κοινώς λεγόμενο “body-mind connection”). Η τοπική περιτονία μπορεί και αυτή να έχει υποστεί πλαστικές αλλαγές (π.χ. μόνιμης βράχυνσης), οι μυοπεριτονιακές αλλαγές μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα την δημιουργία περιοχών χρόνιας υποξαιμίας, κοκ. Προχωρώντας κατά μήκος της κινητικής αλυσίδας μπορεί να δούμε και άλλες χρόνια επηρεασμένες δομές (π.χ. συχνά συνυπάρχουν αναχαιτίσεις σε άλλους μύες όπως τον πρόσθιο οδοντωτό, το διάφραγμα, κτλ, όπως και βραχύνσεις σε θωρακικούς, λαγονοψοΐτες, κτλ, trigger points στους υπερτονικούς μύες, κοκ).
Ως επιστήμονες της κίνησης, τέτοιες πλαστικές αλλαγές μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε ως παθολογικές: αν ο ασκούμενος δεν μπορεί να ενεργοποιήσει έναν συγκεκριμένο μυ αυτό θα πει ότι πλέον ο ψυχισμός του έχει χάσει την πρόσβαση σε αυτόν (καθώς και στα κινητικά πρότυπα στα οποία συμμετέχει) ως μέσο έκφρασης. Τέτοιες χρόνιες δυσλειτουργίες γίνονται περιορισμοί που εμποδίζουν με τη σειρά τους την επίτευξη της ψυχικής υγείας. Τα αρχικά ψυχικά “τραύματα” που επέβαλαν την «κακή» στάση, δημιουργούν σωματικά “τραύματα” που εμποδίζουν την μετέπειτα ψυχική επούλωση και ανάπτυξη.
Μέσω της καλής αναγνώρισης και παρέμβασης σε τέτοιες νευρομυϊκές δυσλειτουργίες, έχουμε την δυνατότητα να συμβάλλουμε ουσιαστικά στην διαδικασία ψυχικής απελευθέρωσης του ασκούμενου. Μέσω παρεμβάσεων νευρομυικής ενεργοποίησης των αναχαιτισμένων μυών, μάλλαξης των υπερτονικών, και μυοσκελετικής κινητοποίησης, μπορούμε να εγκαθιδρύσουμε τις βάσεις για μεγαλύτερη ελευθερία κίνησης. Στη συνέχεια, μέσω αξιολόγησης της ποιότητας της κίνησης—αρχικά σε περιορισμένο πλαίσιο (π.χ. μπορεί ο ασκούμενος να εκτελέσει μια οριζόντια πίεση και έλξη των άνω άκρων με αρμονική κίνηση ωμοπλάτης και βραχίονα; μπορεί να εκτελέσει ένα κάθισμα με αρμονική κατανομή των φορτίων σε ισχία και γόνατα;) και στη συνέχεια σε πιο εκτενές (π.χ. μπορεί να προσγειωθεί και να αλλάξει κατεύθυνση με σταθερότητα, αρμονική κατανομή φορτίων και κινητική ρευστότητα;)—μπορούμε να δώσουμε στο σώμα ευρύτερο κινητικό λεξιλόγιο και φρασεολόγιο. Και τέλος, με δημιουργικές κινητικές δραστηριότητες που στρέφονται προς τον εξωτερικό (π.χ. αναρρίχηση, παρκούρ, κτλ) και τον εσωτερικό (π.χ. γιόγκα, σύγχρονος χορός, κτλ) κόσμο, μπορούμε να προσφέρουμε στην ψυχή την ευκαιρία να εξερευνήσει τις εκφραστικές δυνατότητες του σώματός της και, με αυτόν τον τρόπο, να ανοίξουμε τον δρόμο προς την επούλωση, την ανάπτυξη και, τελικά, την αυτοπραγμάτωσή της.
Κλειδί για την συμβολή του επιστήμονα της κίνησης προς την ψυχοσωματική άνθιση του ασκούμενου είναι ακριβώς ότι η συμβολή αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την επιβολή εξωγενών κανόνων και προτύπων, μέσα από την απαίτηση να συμμορφωθεί η ψυχή του ανθρώπου που έχουμε μπροστά μας σε δεδομένες κοινωνικές ηθικές αξίες… παρά μόνο μέσα από την άρση εμποδίων που της στερούν την ελευθερία να εξερευνήσει έναν εκτενέστερο χώρο και τρόπο ύπαρξης.
Έτσι και στα παιδιά που γυμνάζεις και φροντίζεις να λες, όχι «να στέκεσαι όρθια», αλλά «είθε να στέκεσαι όρθια». Αυτά θα την καταλάβουν την διαφορά.
Σωκράτης:
Είναι λοιπόν δυνατόν να κατανοήσουμε την φύση της ψυχής χωρίς την κατανόηση της φύσης όλου του ανθρώπου;
Φαίδρος:
Αν οφείλουμε να ακούσουμε τον Ιπποκράτη, ούτε την φύση του σώματος μπορούμε να γνωρίσουμε χωρίς αυτή τη μέθοδο.
Σωκράτης:
Και καλά λέει, φίλε μου.
(Πλάτων, Φαίδρος, 270c)